Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ανθρωπόμυγα Ι

Κάτι έσπασε. Ένας ήχος απαλός, έσκισε τον αερά κι εγινε για μια στιγμή το επίκεντρο της προσοχής. Το περίβλημα μου τρύπησε και σώριαστηκα στο έδαφος. Ξύπνησα όχι απο την πτώση, αλλα απο την επιγεύση του χώματος στη γλώσσα μου. Η πρώτη μου ανάσα δεν ειναι καν δική μου. Ειναι μάλλον δανεική, εφόσον δεν φαινεται να μπορω να την κρατησω εντος μου για πανω απο κάποια δεύτερα. Με την εκπνοή μου, διαπερνα τα ακρα μου, ένα ρεύμα ανάποδο, ρευμα που αφαίρει ενέργεια αντι να την προσθέτει.
Κρυώνω, κι αυτό το ρίγος κάνει όλα τα προηγουμενα μου ρίγη, να μοιαζουν ανάμνηση κάποιου ξένου. Κρυώνω για πρώτη φορά.
Το σώμα μου εκπέμπει την αίσθηση ενός περίεργου αστείου. Δεν προλαβαίνω να γελάσω.
Το αίμα μου μέχρι πρόσφατα, εκτός από κόκκινο, πρέπει να ηταν και θερμό.
Πρέπει να υπήρξε κάποτε μέσα μου και μια ζέστη, με κύρια πηγή 
της, την καρδια μου. Ισως όλο αυτό να εμοιαζε και με αρμονία, δεν μπορω να το γνωρίζω όμως σίγουρα*.
Τραβω τα όρια μου προς τα μέσα και κυρτωνω, καταφευγω σε σχημα ημικυκλικό, μήπως μπορέσω να κρυφτώ απο το ίδιο μου το αίμα. Μήπως συνέλθω ή τουλαχιστον αποκτήσω την διαυγεία να καταλάβω τι συνέβη. Τι έπαθα;
Προσπαθώ να δω γύρω μου και το φως γενναιόδωρα επιστρέφει στο οπτικό μου πεδίο, χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα. Εμένα, τρεμάμενο.
Το εισπράττω ανοιγοκλεινοντας τα μάτια, μα εγώ ποιος απο όλους αυτούς είμαι;
Βλέπω τα χέρια μου και τα πόδια μου, κι έχω περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Βλέπω μέσα στο στομάχι μου, τα σκατά, κι είναι περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Το στομα μου βλέπω, δεν αγαπαει το ονομα μου, τσιρίζει ενα συνοθύλευμα απο σταγονιδια, αερα κι εμετό. Δυο κεραίες σφηνομένες στο κεφάλι μου πάλλονται μαζι του πάνω κάτω, μα δεν μπορώ να μαντέψω σε τι χρησιμεύουν – ίσως να 'ναι κάποιος εξελικτικός πλεονασμός.
Βλέπω τα φτερά μου. Σχεδόν όμορφα, μοιαζουν με διάφανες λεπτές επιφάνειες απο γυαλί, γεμάτα αραίες φλέβες τεντωμέντες, που θυμιζουν ευκαμπτα σύρματα. Λερωμένα ακόμη απ'το αμνιακο υγρο, με τις νευρικές απολήξεις να καταλήγουν σαν ρίζες στην πλάτη μου.
Έχω φτερά!
Τα απλώνω διστακτικά και το υγρο τίναζεται και χορεύει όπως το νερο της βροχής γυρω απο εναν σκουριασμενο φράχτη. Κι εσυ περνάς απο πάνω του χωρίς να νοιάζεσαι για το αν θα κοπείς.
Γεννήθηκα ξανά και νομίζω μπορώ να πετάξω. Όλο αυτό το κατασκεύασμα σίγουρα θα ανηκει σε κάτι που ειναι τούλαχιστον ικανο για πτήση. Κι όμως σέρνομαι. Δεν έχω μνήμη του πως πρεπει να κινειται κάτι που πετάει. Νομίζω πως ακομη κι αν είχα μνήμη, η κατανόηση των κινήσεων δεν θα συνεπαγόταν αυτόματα την εφαρμογή τους. Κάθε μου μυικη προσπάθεια, με δένει πιο σφιχτά στο έδαφος. Λες και δεν ήμουνα ποτέ αυτός που είμαι σήμερα.
Το σώμα μου δεν είναι απλώς αστείο, αλλά μοιάζει να με ειρωνεύται κιόλας.

Δεν πειράζει, η αρχή δεν ήταν ποτέ το δυνατο μου σημείο.
Έτσι σέρνομαι. Η κοιλιά μου γδέρνει το έδαφος και κάθε κίνηση αφήνει πίσω της μια πλήγη στην επιφάνεια του. Όταν κοιτάζω πίσω, το σύνολο των πληγών αυτών νοηματοδοτείται. Ως αυτός που το ανακάλυψε πρώτος, μπορώ να το ονομασω. Αποτύπωμα. Αφήνω πίσω μου ένα αποτύπωμα, μια μαρτυρία πως κάτι υπάρχει. Κάτι επιμένει. Μα ποτέ τι.
Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως πρέπει να φύγω. Να απομακρυνθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ από εδω. Μια αόρατη ελξη μου επιβάλλει να ψάξω να βρω οτι αποσυντίθεται και να τ'αγκαλιασω σφιχτά, ώστε να ζεσταθώ.
Γλίστρισα μεσα απ' το θυροτηλέφωνο, έμπλεξα τα καλώδια του με κολλώδη βλέννη κι έκατσα πάνω στο σύνθετο έπιπλο. Άφησα σάλια ανεξίτηλα, στα γυμνά πλακάκια και το ξύλινo πατώμα του υπνοδωματίου. Σφηνώσα στις χαραμάδες των τοίχων, ανέπνευσα μονορούφι τη μούχλα της Κυριακής εκείνης, που δεν ασχοληθήκατε με τα του οίκου σας, που δεν απαντησε κανείς[πριν το ξύπνημα]. Εκεί, στα σημεία τομής αναμνήσεων και σιωπων που μεσα τους πιστεψατε πως θα 'στε ασφαλείς, ψάχνω.
Ανοιγώ τις πόρτες και ψαχουλεύω στο κενό αναμεσα σας, που τοσο φοβάστε να του μιλήσετε.
Έχω κάποιες απαιτήσεις. Βασικά είναι μία και είναι και αρκετά απλή.

Εσάς αφορά. Ναι, εσάς.
Απαιτώ να με κοιτάτε. Eμένα που σπανια απαιτώ το οτιδήποτε.
Εμένα που σπάνια με κοιτάζει ποτέ κανείς. Tώρα θα με κοιτάτε. Θα φροντίσω να με κοιτάτε.
 Ίσως η δικη σας αισθητικη αντίληψη καταφέρει να με επικαλύψει με μια στρώση ανοχής της νεας μου φύσης.
Δεν υπήρξε ποτέ, πιο ασχημο πραγμα -απο μένα- ρε μαλακες.
Νομίζω είμαι πιο άσχημος κι απ' τις ζωές σας.
Κι όμως, δεν αρκεί. Όσο με κοιτάτε, όσα βλέμματα κι αν περάσετε απο πάνω μου, σαν φθηνη μπογιά να με αναδείξει, το σώμα μου συνεχιζει να πάλλεται ανεξέλεγκτα. Τα κύτταρά μου ζητούν το παραπάνω.  Το κρύο ταξιδεύει ακόμα μεσα μου με εκθετική ταχύτητα. Στέκομαι μπροστά σας γυμνό και συνειδητοποιώ πως αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι να με ρωτήσετε.
Δεν είναι εύκολο να είμαι τόσο ειλικρινής ούτε καν στον ιδιο μου τον εαυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Δεν ξέρω τι θα απαντήσω, αλλά ξέρω ότι πρέπει να ρωτήσετε.
Πρεπει να μπορώ να υπάρχω ως κάτι περισότερο απο ασχήμια. Μας το 'χανε μάθει άλλωστε απο μικρά, να ξέρουμε και να το αποφέυγουμε. Το επαναλαβάμε φωναχτά ωσπου έγινε τελικά ένα οικείο αντανακλαστικό: "Ότι δεν είναι όμορφο, ειναι λάθος. Λαθος, λάθος, λάθος. "

Κοντά. Πιο κοντα.  Ρωτήστε με επιτέλους, ρωτήστε με ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ!

Η σιωπή όμως, κρυσταλλώνει τη φύση μου. Δεν μπορω να με αποφευγω άλλο. Υπάρχει αέρας αναμεσά μας, αρκετος χώρος ωστε να χωρέσει κάτι καινούριο, μα οι φωνές σας δεν έρχονται. Έτσι αρχίζω να κινούμαι ξανά.  Τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω για να με διορθώσω. Αφου δεν έρχεστε εσείς, θα έρθω εγώ σε σας.
Η ανάσα μου ακουμπά τη δική σας, κάθεται εφαρμοστα στους πόρους του δέρματός σας.
Σκαρφαλώνω στα πρόσωπά, τσαλαπατώ τις βλεφαρίδες, πίνω δάκρυα κι ιδρώτα, το βάρος μου σας πλακώνει. Έχετε παραλύσει με ανοιχτά τα μάτια πάνω μου. Σας ακούω να παραμιλάτε στον ύπνο σας, να παρακαλάτε για τις πιο βασικές σας ανάγκες.
Αληθεια ηταν το ενστικτό μου.
Η ενασχοληση μου με την δικη σας αποσυνθεση, με θρέφει.
Για αυτο το λίγο που ο μονος πόνος γυρω μου είναι πονος ξένος, παύω ν' αποσυντιθεμαι, η μαλλον, αποσυντιθεμαι πιο αργα απο σας.
Φαινεται σαν να σας πονάω. Οχι απλώς σας πονάω, σας γδύνω απο δέρμα και βρίσκω κόκκαλο. Τώρα, εσείς ειστε αυτοι που κρυώνουν.
Γιατι δεν τρέχετε; Ξυπνήστε, τρεξτε να φύγετε, φύγετε! αν δεν ειστε σε κίνηση, κινδυνέυω να μεινω στάσιμος
. Αν δεν ειστε σε κίνηση, δεν έχω κατεύθυνση.


Τελικα 
η εκβαση που επικράτησε  ήταν αυτή εκτος του ελεγχου μας. Πονεσαμε αμφοτεροι.
Και όσο και αν προσπαθήσω να ορίσω τον ήχο που βγάζουμε, καταλήγω σε αμφισημία. Αμέτρητοι οι ορισμοί του πόνου.
Πονος δεν ειναι απλα μια ανοιχτή πληγή. Πόνος δεν ειναι μοναχα ο,τι ξεφεύγει απ' τα χέρια σου.
Πόνος δεν είναι να σε τρώει κάτι όσο κοιμάσαι και να μην μπορεις να ξυπνήσεις.
Πόνος ειναι και το να χεις φτερά μα να μην ξέρεις πως να τ' ανοίξεις.
Ειναι και η ζέστη, αυτή η ζέστη που γυρέυω πλάι σας, μα γλιστράει μακρυά μου, δεν κρατάει ποτε για πολύ, γιατι ειμαστε όλα πλασματα που δανείζονται το φως.
Είναι η θολή ανάμνηση μιας πτήσης, ενός ουρανού κι ενός  ξ έ ν ο υ  ε α υ τ ο ύ, που σχεδον τον αγγίζεις αλλα η κοντη σου μνημη πάντα τον προδίδει. Τον θάβει βαθύτερα κάθε φορά.

Όταν όλα γύρω μας τείνουν στον πόνο, η ζωή δεν είναι ζωή. Είναι μια ισόβια ποινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου