Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Funus Recesendum: Μεταμόρφωση

Τα πόδια μου πατάνε απρόθυμα στο τσιμέντο της γειτονιάς μου, έναν τόπο που φτιάχτηκε για να δυσκολεύει κάθε επόμενο μου βήμα.
Όσοι ξερω έχουν φύγει απο δω κι όσους έμειναν δεν μπορω να πω πως τους αναγνωρίζω πια.
Τριαντα χρόνια μετά, το μόνο πραγμα που προσέχω και θυμάμαι στους ανθρώπους ειναι τι οδηγει ο καθενας τους.

Πρέπει να φροντίζω διαρκώς να αποφεύγω τα αυτοκίνητα, να μένω μακριά από τη βιασύνη που απλώνεται και ζεχνει καθώς τρέχουν να φτάσουν από το ένα μέρος στο άλλο. Μην τυχόν και μ' αγγίξουν, μην τυχόν με παρασύρουν κι απ' τα συντρίμμια, βγει ένας ακόμη που δεν γνωρίζει το πως λένε αυτό που ψάχνει.

Το πεζοδρόμιο στενεύει μέρα με την μέρα απ' τα παρκαρισμένα κουφάρια, η πόλη που προχειρα φτιαξαμε μεγαλώνει διαρκώς εις βάρος μας.
Παράλληλα λιγοστέυουμε, ενώ όσα μας ανηκουν αυξάνονται. Λιγοστέυουμε κι ασφυκτιούμε, καθως ζουμε πλεον σε μια πόλη, μια εποχή, οπου για να υπάρξεις πρέπει να έχεις πάντα περισσότερα.
Περισσότερα πράγματα παρά αγαθά. Περισσότερο εγώ παρά εμείς. Περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί.

Σκουπίδια στα χέρια μας έτοιμα προς χρηση, ο κοσμος που κληροδοτηθηκε απ' τους προηγουμενους ειναι κόσμος άπληστος*.
Aναποφευκτα, σκέφτομαι, θα ερθει η στιγμή που όλοι όσοι ξεμείναμε εδώ, θα βρεθούμε να ακροβατούμε, σε χώρο υποθετικό.
Αναμεσα σε σωρους απο περρισευματα και την προοπτικη μιας κάποιας καλυτερης ζωης.
Μια καλύτερη ζωή όμως, ειναι αλλιώς να την φαντάζεσαι  κι αλλιως να την φαντάστηκαν για σένα.

Η αοριστη υπόσχεση των ευκαιριών για όλους και όλες που δόθηκε όταν ήρθε στα πράγματα η γενιά μου, πυλώνας της φαντασιας απο οπλισμενο σκυρόδεμα, εχει αρχισει και διαβρώνεται.
Δεν πιστεύουμε πια όπως πιστευαμε.
Οχηματα εν κινησει με δερμα απο αστραφτερο χρώμιο, αντανακλούν ηλεκτρισμο κάτω απ' τα κίτρινα κρεμάμενα φώτα,
την ώρα που ανθρωποι ετοιμορροποι ρουφανε το φως αλλων ανθρωπων κι ενα αθωο "τι κάνεις", σκοτωνει πιο πολυ απ'τον χρονο τον ιδιο.

Τετράποδες πυλωτές μαθαίνουν να περπατουν πάνω στα νοικιασμένα σωματα μας, ενα νηπιο κοριτσάκι με δειχνει αγενεστατα με το δαχτυλο του ενω σκαει στο γελιο.
Πίσω απο την νοητή γραμμή του δείκτη του, ενα αδεσποτο σκυλι ανταποδιδει το χαμογελο στο πιτσιρικι, με τα χνωτα του να αιωρουνται και να χανονται ψηλα.
Κάποτε ήμουν κι εγώ έτσι. Παλιά. Τόσο παλιά που ο αστικος ιστος δεν μου ήταν κατανοητός ούτε ως παράνοια, ούτε ως παθογένεια.

Η πολυκατοικία μου είναι αυτή με το ασχημο φωτοτυπάδικο στο ισόγειο.
Η συνηθισμενη βοή των εκτυπωτων, που ενοχλει επιμελως το τετράγωνο μου ομως, έχει αντικατασταθει από μια παράξενη ησυχία που δεν συναδει με την ημέρα και την ωρα.
"Ίσως να κλεισε νωρίτερα, ο μίζερος", χαμογελασα χλιαρά.
Ο ιδιοκτητης είχε τολμησει κάποτε να με ρωτήσει "τι κάνω", μια μέρα που δεν ειχα καμια απολύτως   ιδεα για το τι ακριβώς κάνω. Κανονικη αποπειρα ανθρωποκτονιας απο πρόθεση δηλαδη, χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς να ζητησει  μαλιστα ποτέ του συγγνωμη.
Όσο επεξεργάζομαι την πλαστικοποιημένη επιγραφη "Κλειστον", μια απροσδόκητη ξένη κίνηση,  τραβά το βλέμμα μου, μα μέχρι να ανταποκριθεί το σώμα, χάνεται απ΄το ορατο φασμα.
Νιωθω ενα σφιξιμο στον αστράγαλο μου.
"Τα 'χεις παίξει απ΄την πολύ οθόνη και σου βγήκαν ψυχοσωματικα", διέγνωσα συγκαταβατικα τον εαυτό μου.
Τίποτα εξωγενές δεν έχει σημασία, εφόσον κάτι  αποκτά σημασια αξιολογοντας την δυνατοτητα αντιδρασης του προς εμάς.
Οτι λοιπόν δεν αντιδρά στην παρουσία μου το απορρίπτω.
Γρήγορα τα παρατάω και σέρνομαι μέσα στο κτίριο. 
Τα αντιβαρα τραβάνε δυνατα, το ασανσερ υπομένει στωικα, πρωτου φρενάρει και με φτύσει  στον τεταρτο.
Βγαζω τα κλειδιά απο την τσέπη και τα ακούμπαω με κρότο μεταλλικό στην κλειδαριά, μιμουμενος κουδουνι ξενοδοχειου με το οποιο αναγγελεις την αφιξη σου, αναμένοντας κάποιο τυπικό καλωσορισμα.
Στρίβω τεσσερις φορες, σπρώχνω με περισσεια φόρα, σχεδον εφηβική, μια ενέργεια που καιρό είχε να μ'επισκεφθεί.
Το σπίτι, ή τουλάχιστον το μέρος όπου πληρώνω ενοίκιο για να κοιμάμαι, περίμενε πίσω από την πόρτα.
Με υποδέχτηκε με μπαγιάτικο αέρα και τη γνώριμη σιωπή, που συνήθως οι άνθρωποι αποφεύγουν, επειδή μέσα της παραμονευει η μοναξιά.
Ακριβώς  όπως το άφησα, ακριβώς οπως μου αρέσει.
Αν και συχνά αυτη η πτυχη τη ζωης μου, αποτελεί αντικειμενο κριτικής, κυρίως αρνητικής,  εξαιτιας  της προβολης του φοβου της μοναξιας των τρίτων πάνω μου, εγω την υπερασπίζομαι με απλοικο παθος.
Βλέπεις  κανεις δεν ειναι πραγματικα μόνος, όσο μπορει να μιλάει στον εαυτο του κι οσο εκείνος συμμετεχει. Η εξέλιξη που αυτό συνεπαγεται επιμυκηνει την πληροτητα.
Απο την αλλη ειναι και η γλυκα που δινει η αισθηση απολυτου ελεγχου πανω στην ζωη σου, ελεγχος ασκουμενος με την έπαρση που συνανταται μοναχα σε αρχαίες παγανιστικές θεότητες.
Πριν προλάβω να ακουμπησω το μπουφαν μου στην κρεμαστρα, ενα απρόσκλητο σωματίδιο έρχεται να κάτσει στον ουρανισκο μου.
Μια επιγευση απο λιβάνι και ρυτίνη, εισέβαλε στον χώρο.
Η ασφάλεια της οσφρητικης μονοτονιας του σπιτιού, ξαφνικα απειλειται.
Ακολούθω προσεκτικά, εισπνεοντας κοφτα και τακτικα προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν θορυβημενο ζωο, πρωτού ανακαλύψω την μπαλκονόπορτα υπερηφανα μισανοιχτη.
Ενώ θυμαμαι ευκρινως να την σφραγιζω, εκείνη στέκει αγερωχη σαν στόμα που χαμογελα λίγο πριν καταβρογχισει.
Κάνω να της θυμωσω, που τολμησε να με αψηφησει μεσα στα σαραντα εφτα τετραγωνικα οπου η εξουσια μου ειναι απολυτη, μα με προλαβαίνει κι ανοιγοκλείνει τα παραθυρόφυλλα της με στόμφο.
Με την απαραβατη αυτη εντολή, το σφίξιμο απ'τον αστράγαλο μου ξεχυνεται γρηγορα σε ολόκληρο το σπίτι, αγκαλιάζει εμένα κι επειτα τις επιφάνειες, φτάνει στην πόρτα, εξαφανίζει τα κλειδιά και τα πομολα, κρύβει τα τηλέφωνα, ξερναει υπακοη σε εναν  καινουριο θεο που διαλεξε το σπιτι μου για χωρο γεννησης του.
Ζωγραφίζει καγκελα νοητα και γυρίζει πίσω σε μένα, ολοκληρωνοντας εναν κυκλο οπως το αιμα που επιστρεφει στην καρδια.
Οτι πριν κατείχε χρώμα,  τώρα καλύπτεται με παχύρευστό σφιχτο σκοταδι κι ότι πριν εβγαζε νόημα τώρα χρήζει επαναξιολογησης.
Δεν μπορω να αισθανθω το γλυκο αγγιγμα της εντροπιας, την νομοτελειακη της φυση που πάντοτε μου παρήχε ηρεμια σε αντιστοιχες στιγμες ταραχής.
Το σφίξιμο που έφερα στο σπίτι νίκησε. 
Εμένα και όλες μου τις άμυνες.
"Τι έκανες; Τι έκανες εδω;" ρώτησα με την αυστηρότητα γονιού.
"Γιατί χαμογελάς; Τι είναι τόσο αστείο;" συμπληρωσα με αυξανομενη ένταση.
Οσο ζυγιζω τις επομενες μου λέξεις παρατήρω πως το μόνο πράγμα που φαινεται πεντακάθαρα τώρα, ειναι μια μπαλκονοπορτα σε λευκο πλαίσιο, ικανη να βγαλει ανθρωπινη φωνη.


"Χρόνια πολλά", ψέλισε.

Πλησιασα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου