Σ' αυτό το σώμα ζούνε πολλοί
όλοι τους συγγενείς μου.
Απο τη σάρκα του τρώμε μαζί
μήπως μοιάσουμε στο θεό μας.
Εμαθα να σέρνομαι βιαστικά
λαίμαργα όσο κανείς
η αδράνεια σας μου έγινε
προσανατολισμός.
Παλιά γλυκιά πληγή
υπακούει,
πάνω σε σάρκα ξοδεμενη
καινούρια σάρκα έρχεται
πεινασμένη
να πάρει τη θέση σας.
Εκεί που συσπάται ιστός
σμίγει υγειής και νεκρικός
θα με βρεις ν' ανακατεύω κομμάτια
να μην μπορείς να ξεχωρίσεις
το δικο σου απ' το ξενο.
Η νεα γενιά
της οικογένειάς
θέλει να μαθει το σημείο εκείνο
που ονομασατε
κενο.
Συντομα εκκολάπτεται,
σύντομα θα χουμε γίνει
εσύ.
Ποροι διαλυονται, ξεχνιούνται
οξυγόνο σ' αδειο στομάχι,
χώνεψη που τρέχει,
το ξένο γίνεται
πραγματικότητα.
Έρχεται.
Στόμα αχόρταγο είναι,
ματια υποταγμένα σ' αυπνιες
κουσούρι απ' την γεννά
πρόταση αφημένη στη μέση
τηλεφωνο που χτυπα αδιάκοπα, χωρις να απαντησει
λόγια αφημένα δίπλα σε μάρμαρο
μαναδες που γιορταζουν γενεθλια πανω απο μνηματα
κι εκεινος δεν σεβεται
τιποτα
απλα έρχεται.
Είναι ο θάνατος που συνηθίσατε.