Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Αλλιωτικο

Δεν μπορω να πω με σιγουρια τι αλλαξε και τι οχι
μα ξερω πως οι μνήμες μου
μιλουν με τη φωνή κάποιου ξένου.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Κορυφές και κουφάρια

Ηρθαν νέα
απ΄την απέναντι κορυφή,
πως στο βουνό μας
τα κοβουνε τα δέντρα.
Τα κάνουν στρογγύλια, κομμάτια μικρα
πριονιδια βουβά σακατεμένα.
Δεν φωνάζουν καθώς ματώνουν;
η το αίμα δεν κανει θόρυβο οταν κυλά;

Κουφάρια πάνω σε κουφάρια
στοιβαζουν
κι η κορυφή ψηλώνει
τρυπά το γαλάζιο.
Δεν αρκούν πια τα δυο μου ματια
για ερμηνεία χρώματος. 

Οι συγγενείς τους
φοράνε αλλιώτικα μάτια αυτοί
γουρλώνουμενα κι επιμονα όπως της κουκουβαγιας.
Βγάζουν τα δικά μου απο τις θήκες τους
χαρίζουν καινουργια, ξερά, πιο εφαρμοστα.

Mαθαινω να εστιάζω,
όχι στις ερωτήσεις μα στις ανάγκες
της ευλίγιστης ακινησιας μας
η επινοηση μιας μετα θανατον ταυτοτητας
επείγει.

Ένα χρωμα έχει απομείνει σαν συχνότητα
αυτό μιας γης
που το μονο που μπορει
ειναι να θυμαται.


Κουφάρια,
        κουφάρια,
                κουφάρια
                            παντού 
                κυκλώνουν,
        κυκλωνουν,
κυκλωνουν

Κουρνιαζω στο πλαι
με ρίζες διαλυμένες
κατρακυλώ. 
Πόροι ανοιχτοί
οσο αντεξουν
η τελευταία μου υγρασία
θα 'ναι προσάνναμα.
Στη χούφτα του, κάποιος απ'τους ανθρώπους
κρατάει μια φλόγα
την αφήνει στη κοιλια της κρυας γης
αργα
ολοι χειροκροτουν
την πυρά
πανεμορφος ο ομαδικος μας τάφος
τωρα τους μοιαζουμε
τωρα ολοι χειροκροτουν
το κέρδος
και τ' ακριβα μας κουφαρια.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Funus recensendum - Επαναληψη

Ξοδεύουμε χρόνια παντοτινά σε πόλεις που διέπονται απο καταστάσεις προσωρινές, προσκολλημένοι στην αυταπάτη, πως τελικά όλο αυτό αξίζει. Ο κενός χώρος αναμεσά σε μας και οτιδηποτε μας διαφεύγει, έχει την ιδιότητα να δημιουργει διαρκώς, μορφές πίεσης. Μπορείς σχεδόν να νιώσεις το ανυπόμονο τράβηγμά τους. Μια προς τα έξω, μια προς τα μέσα, σαν την αναπνοη ενός πλάσματος που ακόμα μας μαθαίνει. Αλλοτε πλησιαζει κι αλλοτε απομακρυνεται, γεννημένο εις βάρος μας, παρακολουθει και περιμένει.
Πίεση σου λέω. Πίεση  για ολοκλήρωση
και βιασύνη για αίσθηση αυτής.
Όταν μιλάω για ολοκλήρωση προφανώς, εννοω την τάση να γεμίσουμε τον ανεκμετάλευτο αυτό χώρο όπως εμείς νομιζουμε καλύτερα, πρωτού το καθηκον αυτό, αναλάβει η τυχαιότητα.
Μόνο με τέτοιο τρόπο, αποκαθιστώντας και στεγανοποιώντας τον ρημαγμενο χώρο
, καταφέρνουμε και αμυνόμαστε στη όποια κοσμικη διαβρωση.
Η βιασύνη απο την άλλη, ειναι ακομη πιο περίπλοκη υπόθεση. Και αυτό διοτι εφόσον αποτελεί σύπτωμα, δεν την εκλαμβανουμε ως άμεση πίεση, μα ως κάτι αόριστά παρόν. Κάτι ξεκάθαρα χρήσιμο, ένα εργαλείο ενάντια στην νομοτελειακη αδρανεια, κάτι που για να συμβιώσεις μαζί του όμως, πρέπει πρώτα να το συνηθίσεις.   
Βιαζομαστε λοιπόν να νιώσουμε, οτιδήποτε μπορει να διώξει αυτη την τρομακτική ιδέα της υλικής φύσης του κενού, μα σκοντάφτουμε απ' το πρωτο κιολας βήμα --καταλήγοντας να μην νιώθουμε τίποτα.
Έτσι τελικά απο συνήθεια, αναγκάζουμε τα χρόνια μας, να αξίζουν.
Μα εγώ δεν διαθετω την πειθαρχια να διατηρώ συνήθειες. Όχι.
Από τότε που με θυμάμαι είχα πάντα την ιδιαιτερότητα να προσαρμοζομαι στο περιβάλλον μου, λαμβάνοντας αποφάσεις αντανακλαστικές, κι οχι προληπτικές
.
Για αυτό κατέληξα σαν όλους τους υπόλοιπους.
Γιατί όμως συσσωρευω τόση γνώση περι συνθηκων πιεσης, αν όχι για να καταφερνω να τις αποφεύγω;
Όλη αυτή η ροπή, η αδικαιολόγητη προσήλωση μου στην ερμηνεία και την εκλογίκευση της περιβάλλουσας πραγματικοτητας, θυμίζει μάλλον συμπεριφορά θηραματος.
Θηραμα 
ερμαιο της προσπαθειας του, να αποδεχτει τη θέση του.
Και αν η θεση μου ειναι αυτη, να τρεχω δηλαδη να επιδιορθωσω το περιβαλλον μου, σαν λαχανιασμενο τρωκτικο κοντρα στο ποταμι, φοβισμενο απ'την ιδεα ενος πιθανου πνιγμου, τι συμβαίνει όταν ο χώρος, ο κενος αυτος χώρος, δεν επιδέχεται νέων διορθώσεων;
"Νιώθεις ενα σφίξιμο στους μηρούς. Αυτό είναι όλο.
Καταλαβαίνεις;"
Πίσω απο το γυαλι μια φιγούρα που σχεδόν μου μοιάζει, δεν ξέρει να απαντήσει, παρα μόνο να επαναλάβει βουβά.


Ξημέρωσε μέρα πεζή κι ασήμαντη, απ' αυτές που καλό ειναι να αποφεύγονται, άλλη μια γκρίζα κηλίδα ετοιμάζεται να απλωθεί στο πεζοδρόμιο.
Η ίδια επιβλαβής ρουτίνα, εκείνη που πίστεψα θα σκότωνα μεσα απ'την απόλυτη απραξία, επέστρεψε. Τώρα απλωνεται μπροστά μου σα νέφος αδιαχώριστο απ'αυτό του κλείνον αστυ, έτοιμη να μετουσιωθει στη δύσπνοια της πραγματικότητας.
Αυτόματα σηκώθηκα, πλύθηκα, έβηξα, πήρα το χάπι μου, και κοντοστάθηκα για λίγο, πρωτου περάσω το κατώφλι της εξώπορτας. Κάθε κίνηση μου, σταδιακά περιέχει ελαφρώς λιγότερη ενέργεια απο την προηγούμενη και παρατηρωντας με χρονικά, μετα απο συγκεκριμενο διαστημα Χ, καποιος πιο ειδικός σε τέτοια θέματα,  θα μπορουσε να ισχυριστεί πως ουσιαστικά 'ενεργώ χωρις να ξοδευω καθόλου ενέργεια'.
Θα μπορούσε μαλιστα, αγγίζοντας τα όρια της αυθεντίας του, να με χαρακτηρίσει ακομη και ως  ανακάλυψη --ενα καινούργιο κλειστο συστημα, σχεδον
ιδεατό και πραγματικό εγκωμιο της απραξιας.
Πρόκειται βέβαια περί μιας μεγάλης πλάνης, καθώς 
αυτή η απόκρυψη ενέργειας δεν προκύπτει ούτε μεσα απο την εφαρμογή κάποιου θεωρηματος, ούτε υπακούει σε κάποιον καινούριο κανόνα που οφείλεται στην ευφυια μου.
Η αδεια ανευ αποδοχών τελειώνει αύριο.
Μαζί με αυτο θα πρέπει να γινει αποδεκτή και η νέα συνθήκη που συνεπάγεται.
Αυριο πρέπει να βρίσκομαι στην δουλειά, επιστρέφοντας το αποκτηθέν πλεόνασμα, ωστε να αποκατασταθεί ο νόμος του συστήματος που παραβιαζα όλο αυτο το διάστημα.
Η επανένταξη σε κάτι απο το οποίο* προσπάθησες διακαως να ξεφύγεις, είτε με την θεληση σου η ενάντια σ'αυτην, αποτελεί παράδοξο, καθως ειναι ενα τολμηρο πείραμα, ενα ταξιδι αντιθετα στον χρόνο.
Η θεωρία λέει πως για να ταξιδέψεις προς τα πισω, χρειαζονται ανυπολόγιστα τεράστιες ποσοτητες ενέργειας
.
Ως εδω καλα. Για αυτο το σκοπο το συγκέντρωσα το πλεόνασμα. Οχι για να το επιστρεψω.
Είναι απαραίτητο επισης να αναπτυχθεί 
μια ταχύτητα, αρκετά μεγάλη ωστε να καταστεί ικανο το σώμα που θα ταξιδέψει, να σπάσει το θεωρητικό ανω φράγμα της ελευθερης διέλευσης στο παρελθόν.
Μόνο τότε η κίνηση στον χρονο, μπορει να μετατραπει σε λειτουργία του σώματος, τόσο οικεία όσο το πετάρισμα των βλεφάρων ή την αυξομειωση της κόρης του ματιού που αντιδρά στο φως.
Έτσι επίμονα, ανοιγοκλείνοντας διαδοχικα τα μάτια, εστιάζουμε σε μια δίοδο στο χρόνο, που γινεται όλο και πιο αληθινή, καθως η συνειδηση παλινδρομει.
Το τότε και το τώρα αρχίζουν να εφάπτονται ώσπου να μην ξεχωριζουν πια καθολου.
Η δικη μου τεχνοτροπία, πολλές φορές αναγνωρίζεται απο τους αδαείς ως η μέθοδος της μνημης.
Αυτό αποτελεί ενα σύνηθες λογικό σφάλμα, για όσους έχουν προσεγισει τις δυο αυτές όψεις του χρονου* μοναχα σε θεωρητικό επίπεδο.
Μα δεν ειμαι τόσο παράλογος για να προτείνω κάτι τέτοιο.
Όλοι ξέρουν πως η μνημη ειναι μια μέθοδος ασταθής κι απείρως πιο επικίνδυνη.
Κι αυτο γιατι η μνημη  δεν ειναι ενα ταξιδι στο παρελθον, αλλα μια μετωπική σύγκρουση με αυτό.

Λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις πιθανες προεκτάσεις
των κανόνων που διεπουν το χώρο και το χρόνο,   καθως και τα περιθωρια παράκαμψης τους, νιώθω πως το μόνο που μένει ειναι η υπέρβαση των δυνατοτήτων μου.  Η καταβολή προσπάθειας.
Το τέλος της σημερινης μερας θα πρεπει να ειναι η εφευρεση μιας ιδιοτυπης προσωπικής κατασκευής. Ενος φαινομενου ικανου να κάμψει το χωροχρονο, γεφυρώνοντας τον τρομακτικο κενό χώρο, ενω παραλληλα σε κρατά με ασφάλεια αγκιστρωμενο στο παρελθον, ωστε να μπορεις να το χρησιμοποιησεις χωρις να σε χρησιμοποιει.
Το σχέδιο μου, αψεγάδιαστο, ειναι ετοιμο να τεθει σε εφαρμογή.

Ολα θα πανε καλα όπως οφείλουν.


Η σταση μπροστα μου έχει
μονο ένα ονομα αλλα απαρτίζεται απο δύο λειτουργίες. Αν επιλέξεις να μεινεις πάνω απο τη γη μπορεις να πάρεις το λεωφορείο που περνάει κάθε τοσο, κι αν εισαι αρκετά τολμηρος κατεβαινεις κάτω, υπογεια, και σερνεσαι σαν ερπετο μεσα στη κοιλια της πολης, έχοντας για σώμα βαγόνια που τσιρίζουν πάνω απ'τις ράγες.
Δεν νιωθω αρκετα τολμηρός σήμερα. Νομιζω πως δεν ημουν και ποτέ. Δεν ειναι ότι με ενοχλει η ιδεα κάποιου πιθανού εγκλωβισμού, ούτε φοβόμουν ποτέ τους στενούς χώρους, το αντιθετο μάλλον -βρίσκω μια αλλοκοτη σαγηνη στη σιωπη που επιβαλεται οταν ενα πλήθος συστελεται τοσο εντονα.
Ειναι που στο συγκεκριμενο μεσο μεταφορας, το σωμα ασυνειδητα καποιες φορες, νιωθει την επιθυμια να υπακουσει σε κοινωνικά προηγούμενα. Τι ειναι αλλωστε ένας ακόμα; Δεν υπαρχει πιο ορμητικη σκεψη απ' αυτήν.

Οχι. Ας μην το συλλογιζομαι, δεν χρειαζεται να χαρίζω παραπάνω υποσταση σε κάτι τέτοιο.
Ανασκουμπωνομαι καθως το λεωφορειο φρεναρει και βγάζω απο τη τσέπη μου ενα τσαλακωμένο εισητήριο μιας διαδρομης.
Τι σοι άτομο κουβαλαει εισητηρια μονής διαδρομής;
Ποιος λογικος ανθρωπος βγαινει απο το σπίτι του, χωρις να χει προνοήσει πρωτα για την επιστροφή του σε αυτό;

Οσο περιμενω να μπω μεσα στο κουβουκλιο που χει συναρμολογηθει με κομματια μεταλλου και πλαστικού, εισερχονται στη σφαιρα της αντιληψης μου, και καποια κομματια ανθρωπινα.
Ποδια χτυπανε νευρικα και εκτονωνονται στο δαπεδο, ενώ άλλα ψαχνουν να βρουν πως να βγουν εξω, στη σταση τους. Δαχτυλα γλιστρανε και κλικαρουν 
χαιδευοντας τεχνολογια, χερια  μεσα σε τσεπες κρύβουν την αμηχανια τους απο αλλα χέρια, κορμια κουνιουνται σαν κομμενα καλώδια δαρμενα απ'τον ανεμο κανοντας χωρο σε κεφαλια αγκυλωμενα σκυφτα.
Όλα τους ειναι ασυνδετα, μα με κάποιο περιεργο τρόπο προκυπτει συγχρονισμος. Υπάρχει η αισθηση ενος ρυθμου.
Ανθρωποι τοσο εναρμονισμενοι με την αληθινη φύση του μεσου, που νομισα για λιγο, πως ειδα τα σπαχνα αυτου του λεωφορειου να ζωντανευουν.
Με υποδεχονται με διαθεση να ξοδεψουν, το ελάχιστο δυνατον. Ένα μονο βλέμμα αναγνωρισης της παρουσίας μου. Οτιδηποτε παραπάνω θα ηταν υπερβολη παρεξηγήσιμη απο κάποιους ως 'ενδιαφερον για τον συνανθρωπο'. *
Δεν πειραζει, ετσι κι αλλιως ειναι γνωστο πως οι ανθρωποι για να δουν κάτι πρέπει να τους το δειξεις. Και τοτε ακομη πρεπει να δουνε κατι που να τους μοιαζει, αλλιώς δεν δίνουν σημασία. Τελοσπαντων.
Το θηριο ανεβοκατεβαινει πανω στις αναρτησεις του, οσο όλοι επισπευδουν την διαδικασια επιβίβασης.

Παταω στην εισοδο κι εγω τελευταιος και αναγκαστικά συμμετεχω, σ'αυτο που λεμε συνολο.
Οι πορτες κλεινουν πισω μου σφυριζοντας.
Μουρμουρητα απο δω κι απο κει. "Πάλι εσύ εισαι;"
Δεν ελειψα ουτε μια μερα.

 

Το πλήθος. Ειναι ο κυνηγος και ταυτοχρονα η κρυψωνα που εφυηραν όσοι τρεπονται σε φυγη, ακριβως για να τρεπονται σε φυγη. Το ταβανι της υπαρξης τους.
Το πλήθος αυτό, μοιάζει να κυνηγά τον εαυτό του και ταυτόχρονα να κρύβεται από αυτόν, μέσα του. Παράξενο δεν ειναι; Το νόημα αυτού του κυνηγητού γίνεται πιο ξεκακαθαρο, όταν πάψεις να είσαι απλώς ένα ψηφίο και γίνεις άθροισμα.
Αναστατωμενοι ισκιοι ανθρωπων ξενων, γλιστρανε δίπλα μου και συναθροιζονται, ψαχνουν να καθισουν. Αλλοι κρατανε σφιχτα τα εισητηρια τους κι ο ενας μετα τον αλλον δημιουργουν ευλαβικα μια ουρα, για να τα επικυρωσουν. Μοιρολατρικα. Δηλαδη αυτο ειναι και δεν μπορεί να 'ναι κατι αλλο. Θα μπορουσαμε αντι για το λεωφορειο, να βρισκομαστε μεσα σε κάποιο χωρο λατρειας. Και το ακυρωτικο μηχανημα; Εικόνισμα.
Η επικύρωση μοιάζει να τους εξαγνίζει. Τους κάνει να αντέχουν, τους ξαλαφρώνει – όσο αυτό είναι εφικτό. Αποποιούνται οικειοθελώς τη μοναδικότητά τους μ' αντάλαγμα μια κάποια προστασία.
Η μονη διαφορα αναμεσα μας; Αναγνωρίζω το παράδοξο της προστασιας. Αυτο και κατ' επέκταση τα εισητηρια.
Όλοι τους κρατανε χαρτακια μετ' επιστροφης. Εχουν προεξοφλησει την κυκλικη διαδρομη που θα ακολουθησουν.
Το σχήμα των παραθύρων, αυστηρό και τέλεια παραλληλόγραμμο, φέρνει στο νου την εικόνα ενός μαυροπίνακα. Ένας δάσκαλος θα μπορούσε να έχει σχεδιάσει πάνω του το ηλιακό σύστημα, εξηγώντας μας πώς όλα κινούνται κυκλικά, με το σύστημα να φαίνεται ακίνητο και αμετάβλητο. Οι τροχιές των πλανητών, όπως και οι κυκλικές πορείες της καθημερινότητάς μας—από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω— μοιάζουν να επαναλαμβάνονται συνεχώς, χωρίς ουσιαστικη διαφοροποίηση.
Όμως αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα είναι ότι όλες αυτές οι φαινομενικά επαναλαμβανόμενες διαδρομές, ανθρώπων και πλανητών, λαμβάνουν χώρα γύρω απο κάποιο κέντρο βάρους και συνθέτουν στην πραγματικότητα, συστηματα αδιάκοπα κινούμενα προς τα εμπρός.
Καθε επομενη κατασταση ειναι μια νεα κατασταση για το πλήθος, οσο ειναι για τα άτομα του απλως μια επαναληψη.
Στο σβέρκο όλων κρέμεται η κούραση μιας αόριστης αποδοχής, συνοδευόμενη απο εναν αναστεναγμό.
Κι εγώ που συρθηκα μεσα στα ζεστα σπλαχνα του λεωφορειου, τώρα βλέπω πιο καθαρα την αληθεια τους.
Ειμαστε όλοι μαζί, ενα αδειο στομαχι που συσπαται, οσο χωνευει τον εαυτο του.

Οι σκυμμενες συστάδες ανθρώπων, ξαφνικά και αναίτια εκ πρωτης όψεως, ανασηκώνονται. Έχουν όλοι αντιληφθεί την ίδια αλήθεια, την ιδια κοινή συνειδητοποίηση να διατρέχει το κλουβί. Το λεωφορείο παίρνει μια απότομη ώθηση μπροστά, και για λίγα δευτερόλεπτα όλοι χάνουμε την ισορροπία μας, αναγκασμένοι να μετατοπιστούμε σε θέσεις τυχαίες. Μια στιγμή αστάθειας μεγαλύτερη σε διαρκεια απο τις υπόλοιπες στιγμές που μας ειναι πιο οικειες, αρκει για να κανει την αόρατη σύσπαση, πραγματική*. Βρισκόμαστε τόσο κοντά τώρα, οπου τα οποια ερεθισματα μεταδίδονται στιγμιαία. Βρισκομαστε μοναχα μια μικρη κινηση μακρυα, απο την επαφή.
Μια κοινή παύση, η ειλικρινής αυτη σιωπή μοιάζει με την αρχη μιας κατανόησης.
Οτι συμβαίνει, συμβαίνει εις γνώση μας. Το πιστεύω τώρα. Αυτη την στιγμή το πιστεύω πιο πολύ κι απο το φως του ηλιου, πως όλοι αντιλαμβάνονται το ίδιο προφανές παράδοξο.
Αν η μοιρολατρία είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να προστατευτούμε από την αβεβαιότητα μιας χαοτικής ζωής, τότε σαν λύση φαίνεται αδιέξοδη. Γιατί, αν στην προσπάθειά μας να συνυπάρξουμε καταλήγουμε να καταδιώκουμε ο ένας τον άλλον και χρησιμοποιούμε τη μοιρολατρία ως δηλητηριο για τα νυχια μας και βαλσαμο για τις πληγες μας, τότε την καθιστούμε μόναδικη κινητήριο δύναμη. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα. Το αδιάκοπο κυνήγι γίνεται η αναπόφευκτη μοίρα μας.
Δεν μπορεί να υπάρξει ως λύση, όσο η ίδια η φυση της αναπαράγει το πρόβλημα.
Όλο αυτό πιο πολύ με τίμημα μοιαζει, παρά με τρόπο.
Οριστε το παραδοξο που επιτέλους γίνεται ορατό σε όλους.
Ορίστε λοιπον ο λόγος, που σήμερα έκοψα μονό εισητήριο.


Όλο εκείνο το περιττό βάρος που στέρησα απο τον κοσμο με την εξαφανιση μου, μαλλον ηταν πολύ λίγο. Ημουν πολυ 'λίγος' ακομα και μεσα απ' την απουσια μου.
Αν ημουν 'πολυς', μπορει η απουσια να καταφερνε να χαρακτηριστεί αλλαγή.
Μα συνειδητοποιω τώρα, πως οι αλλαγες ειναι ιδιαζοντα φαινομενα. Απαιτουν τη συμμετοχή ολων όσων αφορούν, όχι μόνο αυτων που υποφέρουν.
Εγω και το περιττό μου βάρος, μόλις βρήκαμε μια κενή θέση, παραμελημένη, που δεν διακδικει κανενας.
Μια θέση κενή, όπως και το βλέμμα των συνεπιβατών, έτοιμη να υποδεχθεί αυτό που κανείς άλλος δεν επιθυμει να δει.
Υπάρχουν αρκετοί όρθιοι ακόμα, μα κανεις δεν δειχνει να νοιαζεται για εκεινο το καθισμα στη γαλαρια. Κανείς δεν φαινεται πραγματικά παρών, ούτε σε αυτή την πόλη, ούτε σε αυτή τη διαδρομή.
Η στιγμή της εγγυτητας μας, ήταν τόσο πρόσκαιρη φαίνεται, που χάθηκε στην σφαίρα της φαντασιας.
Μέχρι κι εγώ αρχίζω να αμφιβάλλω για το αν ήταν πραγματικη. Κανείς δεν νιωθει την αναγκη να παραδεχτεί, σε αυτη την λίγο πιο νηφαλια στιγμη μας, το τι συνεβη μολις.

Παρόλο που γύρω μου υπάρχει ο θόρυβος από τη μηχανη, το ανεπαίσθητο βουητό των συνομιλιών, τα σωθικα που βγάζουν εκεινον τον υγρό ήχο, νιώθω ένα παράδοξο 'τίποτα'.
Ο κόσμος, με όλες του τις αντιφάσεις,  αυτη τη στιγμη μοιάζει άδειος. -όπως ο χωρος που λεγαμε-
Μέσα μου αρχίζει και φουντώνει μια παράτολμη σιγουριά. Σαν εκείνη την έλξη που εχεις μικρος, να κάνεις κάτι απαγορευμένο για το οποιο δεν υπαρχει ενδεδειγμενη τιμωρια -- όπως μια παρέα παιδιών που χτυπαει κουδουνια και το βάζει στα πόδια.
Ακόμη κι αν αρχίσω να ουρλιάζω, σαν να βγαζω απο μεσα μου ολο το αλγος του κυνηγητου/της πίεσης, είμαι βέβαιος πως δεν θα ακουστώ, ουτε και θα ουρλιαξει
κανεις μαζι μου, σε συμφωνια.
Κι αυτός ο άδειος κόσμος φυσικα δεν θα γεμίσει.
Καθισα ξεφυσώντας στο τζάμι θολώνοντας το κι επειτα σχηματισα πάνω στη θολούρα, μια μουτζούρα με τα αρχικά μου.

Δεκαπέντε στάσεις μέχρι να ακουστει τ' ονομα της δικής μου.
Δεκατρείς. Δεκα. Τρεις. Πλησιαζω στον προορισμό μου κι απ' ότι φαίνεται τίποτα δεν μπορεί να το αποτρέψει αυτο. Δεν ήμουν εντελώς ειλικρινής. Σκοπός της σημερινης προσπαθειας, δεν είναι η άρχη της επανένταξης στην δουλειά. Βέβαια, το πλεονασμα μαζευτηκε για ένα ταξιδι στο παρελθόν όπως έιπα, μα όχι για αυτόν τον σκοπό.
'Επόμενη στάση, Next stop .......'. Φτάσαμε.
Αρχιζω και κρεμιεμαι απ' τα ψηλα στηριγματα χρησιμοποιώντας και τα δυο χέρια ώστε να πλοηγηθώ μες την πολυκοσμία, πειραματιζόμενος παράλληλα με την ελαστικοτητα της ισορροπίας μου. Στρεφω την γραμμή του βλεμματος, μια προς την κλειστή υδραυλικη πόρτα, που ετοιμαζεται ν' άνοιξει και μια στη λυχνια της αναγγελίας της στασης, προσπαθώντας να καταλάβω αν κάποιος με πρόλαβε και πάτησε το κουμπί. Ιδρωτας κυλαει στην ράχη μου, χωρις να 'χω ζεσταθεί ιδιαίτερα.
Η νοητή αυτή γραμμή της ευθείας των ματιών μου τώρα τρέχει προς τα πίσω σαν να ακολουθεί το δρομολόγιο αντίστροφα.
Το σωμα ώς συνηθως αντεδρασε πρώτο. Δεν ξερει να διαχωρίσει το πραγματικό απο το φαντασιακό, δεν γνωρίζει πως το σημερα είναι απλώς ένα περίτεχνο πείραμα.
Η σκεψη το ακολουθει αμεσως μετα. Δεν περιμενα πως θα 'χε το θρασος μια τετοια σκεψη, να σηκωθει τοσο ψηλα και να με χτυπησει στο μέτωπο.
"Ισως το ιδανικο, θα ηταν να μην προσπαθούσα. Να τ' αφηνα όλα στην μέση. Ναι, στη μεση."
Η αν γινοταν να μεινω σε μια διαρκη κατασταση προσπαθειας, χωρις αποτέλεσμα. Δίχως συγκεκριμένο τέλος αλλα ούτε και κάποια συγκεκριμενη περίπτωση αποτυχίας.
Αυτό είναι. Μια
αοριστη διαρκεια, όπως μια τρύπα χωρίς πάτο, θα μας εξυπηρετούσε όλους.
Θα ήταν πραγματικά ωφέλιμο, αν πίεζα απλώς το κόκκινο κουμπί της στάσης, ενεργοποιώντας το φως της επιβεβαιωσης  και -ξαφνικα- το λεωφορείο επέστρεφε εκεί απ' όπου ξεκίνησε.
Θα στεκόμουν ξανά εκτός του, παρατηρώντας το, έτοιμος να γίνω η τροφή του, όσο αυτό επιτελεί τη λειτουργία του και μουγκριζει προς τα εμπρός. Κανείς δεν θα είχε γνώση για τη φύση αυτής της επανάληψης, ούτε για το πόσες φορές έχει συμβεί. Μια κατάσταση που επανεκκινεί ατέρμονα, μια παλινδρομική υπεκφυγή, ικανή να δράσει ως ισχυρό ναρκωτικό.
Όμως...  Πισω στην επειγουσα αληθεια.
Πάτάω επανειλημμένα το κουμπί, το σώμα μου σταματά να πιθανολογει, μοναχα μουδιαζει λιγάκι. Καταλαβαίνει επιτελους την αναγκαιότητα του σημερινού μας εγχειρήματος και καταφέρνει να κατευνάσει την νευρικότητα μας.
Ο μονος ελεγχος που μπορεις να εχεις πραγματικα, πρωτου υποστεις μια κατασταση, ειναι να πιστεψεις οτι μπορεί να πεθάνει μεσα σου, οπως κάνουν λίγο-λίγο τα κομματια του εαυτου.
Ειναι το να ξεριζωνεις ενα κομματι σου και να το πετάς μαζί της σ' ενα δωματιο εντος των ορίων της υπαρξης σου
, ειναι οι παλαμες σου που βάζουν την φωτιά και κλεινουν την πορτα, ειναι η αναμονή κι η ανασα σου που γαληνευει, καθώς οι φλόγες τυλίγουν τα πάντα.
'Ας καούν όλα. Αυτή η θυσία είναι το καλύτερο που μπορουσα να κάνω'.
Καταστρέφοντας σταδιακά το μέσα σου, μπορεις και υπομενεις το έξω σου.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Μαγκοτς

Σ' αυτό το σώμα ζούνε πολλοί
όλοι τους συγγενείς μου.
Απο τη σάρκα του τρώμε μαζί
μήπως μοιάσουμε στο θεό μας.

Εμαθα να σέρνομαι βιαστικά 
λαίμαργα όσο κανείς 
η αδράνεια σας μου έγινε
προσανατολισμός. 


Παλιά γλυκιά πληγή
υπακούει,
πάνω σε σάρκα ξοδεμενη
καινούρια σάρκα έρχεται
πεινασμένη
να πάρει τη θέση σας.

Εκεί που συσπάται ιστός
σμίγει υγειής και νεκρικός
θα με βρεις ν' ανακατεύω κομμάτια
να μην μπορείς να ξεχωρίσεις
το δικο σου απ' το ξενο.

Η νεα γενιά της οικογένειάς
θέλει να μαθει το σημείο εκείνο 

που ονομασατε 
κενο.
Συντομα εκκολάπτεται,
σύντομα θα χουμε γίνει
εσύ.
Ποροι διαλυονται, ξεχνιούνται
οξυγόνο σ' αδειο στομάχι,
χώνεψη που τρέχει,
το ξένο γίνεται
πραγματικότητα.


Έρχεται.

Στόμα αχόρταγο είναι,
ματια υποταγμένα σ' αυπνιες
κουσούρι απ' την γεννά
πρόταση αφημένη στη μέση
τηλεφωνο που χτυπα αδιάκοπα, χωρις να απαντησει
λόγια αφημένα δίπλα σε μάρμαρο
μαναδες που γιορταζουν γενεθλια πανω απο μνηματα

κι εκεινος δεν σεβεται
τιποτα
απλα έρχεται.

Είναι ο θάνατος που συνηθίσατε.





Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Αποσταση απο τη σηψη

Να το διαβασεις με μουσικη απο:



Α:
Τι το κοιτάς έτσι, δεν το βλέπεις που 'χει πεθάνει;

Β: Μπορεί να 'ναι ζωντανό κι απλά να μοιάζει με θάνατο η ζωή του.
    Εσύ νομίζεις ότι έχει πεθάνει, επειδή δεν κουνιέται;

Α: Όχι.
    Επειδή όλα τα αλλά συνεχίζουν να κινούνται.

Β: Πιάστηκε στους ιστούς της αράχνης;
Α: Όχι, αυτό έγινε μετά.

Β: Τότε, τι να συνέβη πρώτα;
Α: Πρώτα πέθανε, μα δεν θα του το 'πε κανείς.

Β: Είναι δυνατόν να πεθάνεις και να μην το καταλάβεις;
Α: Μόνο αν δεν προσεχείς πως ζεις.

Β: Γιατί το κράτησαν κρυφό όμως;
Α: Στον κόσμο δεν αρέσει να θυμάται το τέλος, για αυτό σπάνια μιλάει στους νεκρούς του.
 
    Η σιωπή είναι πιο εύκολη απ' την αλήθεια.

Β: Μα αν ξέρεις ότι έρχεται [το τέλος], το σκέφτεσαι συνεχεία, δεν χρειάζεται να το θυμηθείς.

Α: Εσύ το σκέφτεσαι συνεχεία;

Β: Εγώ τώρα το έμαθα και δεν θα το ξεχασω ποτέ μου.
     Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα.

Α:  Αυτό το λες επειδή δεν έχεις δει αρκετη σήψη.
     Πως νομίζεις ότι έγινε;
     Ήταν παγιδευμένο στα άπλυτα του νεροχύτη, φοβήθηκε κι άρχισε να λιώνει.
     Μάλλον πόνεσε πολύ.

Β: Επειδή εγκλωβίστηκε ή επειδή πέθανε;

Α: Δεν ειμαι σιγουρος.
     Και τα δυο πονάνε.

Β: Πιο πολύ ποιο [πονάει];
Α: Ίσως να μην είναι δυαδικό, ίσως η στιγμή ανάμεσα στον πόνο και τον θάνατο να 'ναι η χειρότερη.

Β: Δεν είναι ωραίο αυτο.
Α: Θα μπορούσε να 'ναι η αλήθεια.

Β: Να φύγουμε, πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ,
    δεν μου αρέσει που κάνουμε τόση πολύ παρέα σε κάτι πεθαμένο.
    Δεν μου αρέσει να σκεφτομαι πως μια μερα θα μοιαζω έτσι.
  

Α: Πάμε τότε. Μην το κοιτάς άλλο.
     Σε λίγο θα το χεις ξεχάσει.

Β: Το πρώτο ήταν;

Α: Όχι.

Β: Το τελευταίο;

Α: Όχι.
 

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Παροδικο καρποφορο σωμα

Εχει να βρεξει καιρο
το σωμα μου καρποφορει πια
παροδικα
οταν το αναγκαζω και θυμαται
βγαζει ανθους λιγοστου χρονου
χλωμούς κι εξαντλημένους
μη λειτουργικους.

Αν αμελήσω
να σπείρω το αυριο,
καταλήγω μονος
και το μόνο πεθαινει παντα πρώτο.

Καθε φορα σκαβω βαθύτερα
να θαφτω ξανα
σε θεση ελπιδοφορα
λιγο βαθυτερα
απ'το προηγουμενο κορμί μου.

Λογια, λογια
ολα ειναι λογια απο στοματα ξεραμενα
ρωγμες πάνω σε πέτρα
το νερο κρυβεται στα εγκατα
βουτήξτε να το προλάβετε
αυτην η εποχη απαιτει τη βιασυνη και τη μανία
του κανιβαλισμου.

Αν μπορεις να τρέξεις φυγε.
Εγω τα κανονισα
την επομενη καρποφορια
να χω δυναμεις, να μην πεθανω ξανα
να προλάβω.

Αυτο το καλοκαιρι το φτιαξανε
να μην τελειωνει
οι μηνες εγιναν ζωές,
μας πηρε ζωες να καταλαβουμε
και λενε πως θα αργησει
να θυμισει παλι, το σπιτι μας
εδω.

Πλασματα αειθαλή μαραίνονται
απο μεσα προς τα εξω
τα νιωθω που πεφτουν
κι ακουμπανε πανω μου

Οπουδηποτε αλλου θα χει λιγη ζωή και για μας
θα υπαρχει ενα μερος
με περισσοτερο νοημα
απλα οχι
εδω.


Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Το αγιο φως της οθόνης

Λευκός υγρός θόρυβος απ' τα ηχεία
γλείφει το σαλόνι σχολαστικά
με γλώσσα στατική.
Ότι καλό υπάρχει
βρίσκεται εκτός μας.
Η κεραία κρέμεται σαν άκρο σπασμένο
και το παιδί δεν πρόλαβε
να νιώσει τον πόνο μετά το κρακ.
Χάλασε το σήμα της γαμώτο
ποιος βγαίνει στην ταράτσα
ένα τόσο επικίνδυνο καλοκαίρι;

Καταπίνοντας ηλεκτρισμό
εφευρίσκοντας ψηφιακές θρησκείες
ξένοι δάσκαλοι με λόγια φορτισμένα
σε πόλους αρνητικούς και θετικούς
επέμεναν να μάθω να προσκυνώ.
Έτσι κατέληξα να μετρώ θεούς.
Χρειάζομαι κάπου να πιστέυω
όχι συγκεκριμένα
απλώς τους παρακαλω όλους μαζί
που ξέρεις
ίσως κάποιος τελικά με δικαιώσει.

Η ράχη της πόλης
κόκκαλο από τσιμέντο φθηνό
συσπάται ακόμα
ξοδεύει για καύσιμο εμάς τους ίδιους.
Εγώ δεν φαίνομαι κι ας με παρατηρούν
είμαι σπλάχνα, παράγω
συνεχώς παράγω
χωρίς να βλέπω τ' αποτέλεσμα,
μέχρι να λιώσω.
Μη τύχει κι αντιμετωπισω, την οξύμωρη εκεινη φύση μας

το
σώμα μας
κινείται μόνο για να υποκλιθεί σε ότι το σκοτώνει.
Ίσως αυτό να εκλογικεύει την αισθητική της μόλυνσης,
το σύρμα του ορίζοντα στα πόδια μου
και τα προσωπα εκεινα
τοσα πολλά πρόσωπα, χωρίς δικό τους όνομα.

Μια νοτα
σφαδαζει
γδερνει τον λαρυγγα του
κλιμακωνει εναν επιτοπιο χορο
οσο αυτο παλινδρομεί, πεσμενο πανω στη πλατη του.
Αν είχα τοσο ωραία φωνή
να κράξω τη θλιψη μου
σιγουρα καποιo παντοδυναμο ον
θα θεωρουσε χρεος του, να με συναντησει.
Οι δυο ραχες δονουνται
μια αυτουνου
μια οσα δεν ειναι αυτό.
Το χωρο αναμεσα τους
τον ονομαζουν
μαρτυριο

"Η μπάλα μου,
η μπάλα μου ξεφούσκωσε
το χέρι μου!
το χερι μου δεν είναι κοντά μου
δεν μ' ακουμπάει."

Λυπάμαι στ' αληθεια,
τα αυτια των ξενων δεν ειναι φτιαγμενα για ακοη
μα για παρερμηνεια.
Κι εγιναν τα παρακαλια προσευχες
η φασαρια πολιτισμος
οι υποσχεσεις θαυματα.

Καημενο μου
δεν τη μιλαω αυτη τη γλωσσα
αν διψας ή πεινάς για χρόνο προσαρμογης στο τραυμα σου
να σου χαρισω λίγη σιωπή, να δυναμώσεις
μα δε ξερω να εξηγησω
που θα παει ο χαμενος χρονος
της αναπαντητης προσευχης σου.


Τρέξε σπίτι
τρέξε γρήγορα και περίμενε κάποιο θαύμα
εξωγενές
κρύψου σ' όποια συχνότητα φωτός θελεις εσυ
αρκει να 'ναι το ψυχρο φως της οθονης
.
Επανέλαβε χωρίς απελπισία,
ώσπου οι σκέψεις σου
να μην έχουν αξία
ωσπού να αλλάξει
η εκβαση της πληγής σου
ώσπου ο πόνος
να μην είναι πόνος σου.

















Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Έντ(ρ)ομο

Αυτό το γυαλινο ποτήρι
έκανε την αρχή
έπεσε απ' τον ουρανό
μ' αντί για ευχή 
σκόρπισε στέρηση.
Συντρίμια στο πιάτο μου
ο κρατήρας της επαφής τους
έγινε τ' οριο μου
ένας κύκλο υπομονής
αδιάβατος.

Υπάκουσα κι έγινα
κέντρο
αντί να γίνω
μέρος της διαμέτρου
έμαθα πως όταν γυρνάς γύρω από τον εαυτό σου
ζαλίζεσαι
ζαλιζεσαι να περιμένεις
ένα σημείο
να γεννήσει
μια ευθεία.

να γεννήσω
την αλλαγή
Μου.


Ποδιά στεγνά,
γλωσσά στεγνή,
ματιά στεγνά.

Περιεργάζομαι τα νέα σύνορα
του κυλινδρικού θόλου
δεν κολλάω
γλιστράω στα τοιχώματα
σπασμωδικά διαπιστώνω
πως οι άξονες κίνησης
κατέρρευσαν
μαζί με τα φτερά μου.

Ο αέρας αραιός, μου αφήνει χώρο
μα δεν ξέρω να υπαρξω χωρίς αυτόν

το πανω και το κάτω σαγόνι σφίγγουν
ποτήρι και πιάτο
με καταπίνουν.
Aπό τη χώνεψη της σήψης
αναθυμιάσεις μιας ανύπαρκτης ιδεατής ζωής
ζυμώνονται
φτιάχνουν ένα αλκοόλ προσωπικό
κεφάλι βαρύ, νευραλγικό.

Ας με σκοτώσει κάποιος επιτελούς.

Μεθυσα αρκετα
αρκετά είπα
κουραστηκα με τους γενναίους

δεν φοβόμαστε τον πόνο ρε μαλακες
τη διάρκεια του, αυτήν τρέμουμε.


Ψάχνω μια φράσημια συνοπτική νεκρολογία
ό,τι πονέσει λιγότερο 

"δωστου μια, να τελειώνουμε"

η παλάμη κατεβαίνει σίγουρη

δεν ξέρω
αν πρώτα έλιωσα 
η αν έσπασα

αυτός ο θάνατος πάντως
πολύ με βόλεψε
δεν τον προσπάθησα καθόλου.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Funus Recesendum: Μεταμόρφωση

Τα πόδια μου πατάνε απρόθυμα στο τσιμέντο της γειτονιάς μου, έναν τόπο που φτιάχτηκε για να δυσκολεύει κάθε επόμενο μου βήμα.
Όσοι ξερω έχουν φύγει απο δω κι όσους έμειναν δεν μπορω να πω πως τους αναγνωρίζω πια.
Τριαντα χρόνια μετά, το μόνο πραγμα που προσέχω και θυμάμαι στους ανθρώπους ειναι τι οδηγει ο καθενας τους.

Πρέπει να φροντίζω διαρκώς να αποφεύγω τα αυτοκίνητα, να μένω μακριά από τη βιασύνη που απλώνεται και ζεχνει καθώς τρέχουν να φτάσουν από το ένα μέρος στο άλλο. Μην τυχόν και μ' αγγίξουν, μην τυχόν με παρασύρουν κι απ' τα συντρίμμια, βγει ένας ακόμη που δεν γνωρίζει το πως λένε αυτό που ψάχνει.

Το πεζοδρόμιο στενεύει μέρα με την μέρα απ' τα παρκαρισμένα κουφάρια, η πόλη που προχειρα φτιαξαμε μεγαλώνει διαρκώς εις βάρος μας.
Παράλληλα λιγοστέυουμε, ενώ όσα μας ανηκουν αυξάνονται. Λιγοστέυουμε κι ασφυκτιούμε, καθως ζουμε πλεον σε μια πόλη, μια εποχή, οπου για να υπάρξεις πρέπει να έχεις πάντα περισσότερα.
Περισσότερα πράγματα παρά αγαθά. Περισσότερο εγώ παρά εμείς. Περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί.

Σκουπίδια στα χέρια μας έτοιμα προς χρηση, ο κοσμος που κληροδοτηθηκε απ' τους προηγουμενους ειναι κόσμος άπληστος*.
Aναποφευκτα, σκέφτομαι, θα ερθει η στιγμή που όλοι όσοι ξεμείναμε εδώ, θα βρεθούμε να ακροβατούμε, σε χώρο υποθετικό.
Αναμεσα σε σωρους απο περρισευματα και την προοπτικη μιας κάποιας καλυτερης ζωης.
Μια καλύτερη ζωή όμως, ειναι αλλιώς να την φαντάζεσαι  κι αλλιως να την φαντάστηκαν για σένα.

Η αοριστη υπόσχεση των ευκαιριών για όλους και όλες που δόθηκε όταν ήρθε στα πράγματα η γενιά μου, πυλώνας της φαντασιας απο οπλισμενο σκυρόδεμα, εχει αρχισει και διαβρώνεται.
Δεν πιστεύουμε πια όπως πιστευαμε.
Οχηματα εν κινησει με δερμα απο αστραφτερο χρώμιο, αντανακλούν ηλεκτρισμο κάτω απ' τα κίτρινα κρεμάμενα φώτα,
την ώρα που ανθρωποι ετοιμορροποι ρουφανε το φως αλλων ανθρωπων κι ενα αθωο "τι κάνεις", σκοτωνει πιο πολυ απ'τον χρονο τον ιδιο.

Τετράποδες πυλωτές μαθαίνουν να περπατουν πάνω στα νοικιασμένα σωματα μας, ενα νηπιο κοριτσάκι με δειχνει αγενεστατα με το δαχτυλο του ενω σκαει στο γελιο.
Πίσω απο την νοητή γραμμή του δείκτη του, ενα αδεσποτο σκυλι ανταποδιδει το χαμογελο στο πιτσιρικι, με τα χνωτα του να αιωρουνται και να χανονται ψηλα.
Κάποτε ήμουν κι εγώ έτσι. Παλιά. Τόσο παλιά που ο αστικος ιστος δεν μου ήταν κατανοητός ούτε ως παράνοια, ούτε ως παθογένεια.

Η πολυκατοικία μου είναι αυτή με το ασχημο φωτοτυπάδικο στο ισόγειο.
Η συνηθισμενη βοή των εκτυπωτων, που ενοχλει επιμελως το τετράγωνο μου ομως, έχει αντικατασταθει από μια παράξενη ησυχία που δεν συναδει με την ημέρα και την ωρα.
"Ίσως να κλεισε νωρίτερα, ο μίζερος", χαμογελασα χλιαρά.
Ο ιδιοκτητης είχε τολμησει κάποτε να με ρωτήσει "τι κάνω", μια μέρα που δεν ειχα καμια απολύτως   ιδεα για το τι ακριβώς κάνω. Κανονικη αποπειρα ανθρωποκτονιας απο πρόθεση δηλαδη, χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς να ζητησει  μαλιστα ποτέ του συγγνωμη.
Όσο επεξεργάζομαι την πλαστικοποιημένη επιγραφη "Κλειστον", μια απροσδόκητη ξένη κίνηση,  τραβά το βλέμμα μου, μα μέχρι να ανταποκριθεί το σώμα, χάνεται απ΄το ορατο φασμα.
Νιωθω ενα σφιξιμο στον αστράγαλο μου.
"Τα 'χεις παίξει απ΄την πολύ οθόνη και σου βγήκαν ψυχοσωματικα", διέγνωσα συγκαταβατικα τον εαυτό μου.
Τίποτα εξωγενές δεν έχει σημασία, εφόσον κάτι  αποκτά σημασια αξιολογοντας την δυνατοτητα αντιδρασης του προς εμάς.
Οτι λοιπόν δεν αντιδρά στην παρουσία μου το απορρίπτω.
Γρήγορα τα παρατάω και σέρνομαι μέσα στο κτίριο. 
Τα αντιβαρα τραβάνε δυνατα, το ασανσερ υπομένει στωικα, πρωτου φρενάρει και με φτύσει  στον τεταρτο.
Βγαζω τα κλειδιά απο την τσέπη και τα ακούμπαω με κρότο μεταλλικό στην κλειδαριά, μιμουμενος κουδουνι ξενοδοχειου με το οποιο αναγγελεις την αφιξη σου, αναμένοντας κάποιο τυπικό καλωσορισμα.
Στρίβω τεσσερις φορες, σπρώχνω με περισσεια φόρα, σχεδον εφηβική, μια ενέργεια που καιρό είχε να μ'επισκεφθεί.
Το σπίτι, ή τουλάχιστον το μέρος όπου πληρώνω ενοίκιο για να κοιμάμαι, περίμενε πίσω από την πόρτα.
Με υποδέχτηκε με μπαγιάτικο αέρα και τη γνώριμη σιωπή, που συνήθως οι άνθρωποι αποφεύγουν, επειδή μέσα της παραμονευει η μοναξιά.
Ακριβώς  όπως το άφησα, ακριβώς οπως μου αρέσει.
Αν και συχνά αυτη η πτυχη τη ζωης μου, αποτελεί αντικειμενο κριτικής, κυρίως αρνητικής,  εξαιτιας  της προβολης του φοβου της μοναξιας των τρίτων πάνω μου, εγω την υπερασπίζομαι με απλοικο παθος.
Βλέπεις  κανεις δεν ειναι πραγματικα μόνος, όσο μπορει να μιλάει στον εαυτο του κι οσο εκείνος συμμετεχει. Η εξέλιξη που αυτό συνεπαγεται επιμυκηνει την πληροτητα.
Απο την αλλη ειναι και η γλυκα που δινει η αισθηση απολυτου ελεγχου πανω στην ζωη σου, ελεγχος ασκουμενος με την έπαρση που συνανταται μοναχα σε αρχαίες παγανιστικές θεότητες.
Πριν προλάβω να ακουμπησω το μπουφαν μου στην κρεμαστρα, ενα απρόσκλητο σωματίδιο έρχεται να κάτσει στον ουρανισκο μου.
Μια επιγευση απο λιβάνι και ρυτίνη, εισέβαλε στον χώρο.
Η ασφάλεια της οσφρητικης μονοτονιας του σπιτιού, ξαφνικα απειλειται.
Ακολούθω προσεκτικά, εισπνεοντας κοφτα και τακτικα προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν θορυβημενο ζωο, πρωτού ανακαλύψω την μπαλκονόπορτα υπερηφανα μισανοιχτη.
Ενώ θυμαμαι ευκρινως να την σφραγιζω, εκείνη στέκει αγερωχη σαν στόμα που χαμογελα λίγο πριν καταβρογχισει.
Κάνω να της θυμωσω, που τολμησε να με αψηφησει μεσα στα σαραντα εφτα τετραγωνικα οπου η εξουσια μου ειναι απολυτη, μα με προλαβαίνει κι ανοιγοκλείνει τα παραθυρόφυλλα της με στόμφο.
Με την απαραβατη αυτη εντολή, το σφίξιμο απ'τον αστράγαλο μου ξεχυνεται γρηγορα σε ολόκληρο το σπίτι, αγκαλιάζει εμένα κι επειτα τις επιφάνειες, φτάνει στην πόρτα, εξαφανίζει τα κλειδιά και τα πομολα, κρύβει τα τηλέφωνα, ξερναει υπακοη σε εναν  καινουριο θεο που διαλεξε το σπιτι μου για χωρο γεννησης του.
Ζωγραφίζει καγκελα νοητα και γυρίζει πίσω σε μένα, ολοκληρωνοντας εναν κυκλο οπως το αιμα που επιστρεφει στην καρδια.
Οτι πριν κατείχε χρώμα,  τώρα καλύπτεται με παχύρευστό σφιχτο σκοταδι κι ότι πριν εβγαζε νόημα τώρα χρήζει επαναξιολογησης.
Δεν μπορω να αισθανθω το γλυκο αγγιγμα της εντροπιας, την νομοτελειακη της φυση που πάντοτε μου παρήχε ηρεμια σε αντιστοιχες στιγμες ταραχής.
Το σφίξιμο που έφερα στο σπίτι νίκησε. 
Εμένα και όλες μου τις άμυνες.
"Τι έκανες; Τι έκανες εδω;" ρώτησα με την αυστηρότητα γονιού.
"Γιατί χαμογελάς; Τι είναι τόσο αστείο;" συμπληρωσα με αυξανομενη ένταση.
Οσο ζυγιζω τις επομενες μου λέξεις παρατήρω πως το μόνο πράγμα που φαινεται πεντακάθαρα τώρα, ειναι μια μπαλκονοπορτα σε λευκο πλαίσιο, ικανη να βγαλει ανθρωπινη φωνη.


"Χρόνια πολλά", ψέλισε.

Πλησιασα.


Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Χρωστούμενα

Πέρα απ' τους οικείους αυτούς τοίχους,
τ' όνομα μου αντηχεί,
διαρκής συμβιβασμός από την γεννά.

Η τύχη μου φτιαγμένη από χαρτί,
συμπληρωμένο μ' οδηγίες χρήσης ξένες.
Καταλήξαν σε μια αλήθεια επιβλαβή
χωρις να με ρωτήσουν.

Σήκω, κάτσε, ρωτά,
μάθε
, ζήσε, ψόφα
.

Απρόσκλητα ήρθαν αποψε
να ζητήσουν λιγο ακομη
απο
μένα.
Ξέρουν όνομά, επίθετο και κτητική αντωνυμία,
τα
φωνάζουν δυνατά σαν διαταγή,
τα
χουν στρεβλώσει.
Ενέχυρο τους είναι, κοινό τους νόμισμα
για αποφάσεις μιας ζωής
που ακόμα τους χρωστάω.

Τούτο το όνομα
φθείρεται
αργά
έχει ζήτηση

θα κοστίσει ακριβά.
Μα το όνομα είναι κρέας
κι εκείνοι πεινασμένοι.
Όσο πιο ακριβα κοστιζει κάτι
τοσο πιο άσχημο καταντά.
Μην κάνετε όρεξη
το άσχημο δεν τρώγεται εύκολα
όταν κοιτάς αυτό που καταπίνεις.


Tρέχω να μπω σε σειρα
σήμερα ξεχρεώνω
σημερα ομορφαίνω, δυναμώνω
σήμερα δεν αντεχω αλλο
καταληγω απλως να μεγαλώνω.


Κλειδώνω την εξώπορτα,
αρνούμενος κάθε αντίπαλη αλήθεια.
Ο συρτής γλιστρά στην θέση του, κουμπώνει σφιχτά.
Τα τρεμάμενα μου δάχτυλα, πατούν τον διακόπτη
αναβοσβηνουν το συνθετικό φως του διάδρομου,
μέχρι να επανακτήσω τον έλεγχο.

Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε,
πνίγω το παλιό
έξι, εφτά, οκτώ, εννιά, δέκα
κρατω στα χειλη μου,
το όνομα ενός αγνώστου.

Μικρή παρηγοριά
η ανωνυμια

για ένα μυαλό
κλεισμενο σε σαρκοφαγο
σαραντα τετραγωνικών
ανίκανο να φανταστεί
την
επιβίωση του.




Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Το διάστημα αναμεσά μας

Έχω να σε δω σχεδόν δύο περιστροφές.
Ταξιδεύω με σταθερή ταχύτητα μακρυά σου, δεν ξέρω που πηγαίνω.
Στην πραγματικότητα βεβαία, δεν κινούμαι εγώ.
Όλα τα άλλα γύρω μου μετατοπίζονται, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση συνέχειας.
Ο χρόνος ανέκαθεν είχε πρόσημο αρνητικό.
Όταν τον πίεζα να σταματήσει, επιτάχυνε ανεξέλεγκτα.
Όταν διαπραγματευόμουν την αντίστροφη ροή του, με παρέσυρε βίαια μπροστά.
Μέτα σου λένε πως είναι το ύψιστο δώρο.
Πως νοείται ως δώρο, κάτι τόσο δύσχρηστο;
Ποιο δώρο μας επιβάλλεται και κατοικεί περισσότερο στο μυαλό μας, παρά στον υλικό κόσμο;

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Κοινός γκρίζος παλμός

Όλο ευθεία πηγαίνω.
Τούτο τον δρόμο λένε, τον φτιάξανε καρδιές που πάψαν να χτυπούν,
για να τον περπατούν αυτές που πάλλονται ακόμα.
Ο δρόμος που διαβαίνω για να αγγίξω ολοκλήρωση,
είναι στρωμένος με κορτιζόλη, κιτρινα ταξί κι ανωνυμία.

Δεν ακούω το βουβό ποτάμι
κάτω απ'την αγκαλιά του κράσπεδου.
Το αίμα τους αντιστέκεται
δε σταματά στιγμή του να κυλά.

Ούτε τα κεφάλια τους βλέπω,
κεφαλια που ξεχειλίζουν ιδέες απραγματωτες
έμβρυα που λαχταρούν να φυτρώσουν,
σαν ξέσπασμα δεύτερης ευκαιρίας, ξέσπασμα λύτρωτικό
κάτω απ'το αφόρητο τσιμεντένιο δέρμα μιας πόλης
που έπεσε και δεν μπορεί να σηκωθεί.


Η γυμνή γκρίζα μορφή της,
καλεί μα ταυτοχρονα απωθεί,
η γυμνή γκρίζα μορφή της λέω
με διδαξε να κοιτώ μονάχα ευθεία και προς τα κάτω.
Να προσπαθω διαρκώς να μεταβολιζω την ασχημια, σε κάτι υποφερτό.
Δεν μπόρεσε να ανθισει ποτέ κάτι αισθητικό αλλωστε
μεσα σε τοση στειρα ομοιομορφια.

Τούτος ο δρόμος
χτίσμα χωρίς αξία και προορισμός κανενός
υπομένει βήματά βάρια,
ανάγκες γεμάτες βιασύνη,
τα θέλω σας κολλήσαν στα φανάρια.

Στο τέλος του φτάνω, συναντω μια καρδιά χωρίς σώμα.
Την χτύπησαν, την μελάνιασαν, την χωρεσανε σε πλαισιο αυστηρο,
σε καδο πράσινο μεταλλικο μαζι με τις υπολοιπες.
Το συναφι τους καταπινει το συναφι μου,
συγνωνευει τα παντα σ' εναν παλμο κοινο, γκριζο και ημιθανή.

Μην ζητάς άλλο, ψιθυριζουν.
Αποχαιρετα την όσο προλαβαινεις,
το ανυποφορο μιας απιαστης ομορφιας,
ειναι δυσκολοτερο απο το υποφερτο της ασχημιας.
Η αντίσταση σου ραγίζει μάταια τον δρόμο,
η επιβιωση σου, εχθρος που απειλει την δική μας
η καρδία σου μας ανηκει.


Τούτος ο δρόμος μεγαλώνει διαρκώς
τούτος ο δρόμος πουθενά δε φτάνει.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ανθρωπόμυγα Ι

Κάτι έσπασε. Ένας ήχος απαλός, έσκισε τον αερά κι εγινε για μια στιγμή το επίκεντρο της προσοχής. Το περίβλημα μου τρύπησε και σώριαστηκα στο έδαφος. Ξύπνησα όχι απο την πτώση, αλλα απο την επιγεύση του χώματος στη γλώσσα μου. Η πρώτη μου ανάσα δεν ειναι καν δική μου. Ειναι μάλλον δανεική, εφόσον δεν φαινεται να μπορω να την κρατησω εντος μου για πανω απο κάποια δεύτερα. Με την εκπνοή μου, διαπερνα τα ακρα μου, ένα ρεύμα ανάποδο, ρευμα που αφαίρει ενέργεια αντι να την προσθέτει.
Κρυώνω, κι αυτό το ρίγος κάνει όλα τα προηγουμενα μου ρίγη, να μοιαζουν ανάμνηση κάποιου ξένου. Κρυώνω για πρώτη φορά.
Το σώμα μου εκπέμπει την αίσθηση ενός περίεργου αστείου. Δεν προλαβαίνω να γελάσω.
Το αίμα μου μέχρι πρόσφατα, εκτός από κόκκινο, πρέπει να ηταν και θερμό.
Πρέπει να υπήρξε κάποτε μέσα μου και μια ζέστη, με κύρια πηγή 
της, την καρδια μου. Ισως όλο αυτό να εμοιαζε και με αρμονία, δεν μπορω να το γνωρίζω όμως σίγουρα*.
Τραβω τα όρια μου προς τα μέσα και κυρτωνω, καταφευγω σε σχημα ημικυκλικό, μήπως μπορέσω να κρυφτώ απο το ίδιο μου το αίμα. Μήπως συνέλθω ή τουλαχιστον αποκτήσω την διαυγεία να καταλάβω τι συνέβη. Τι έπαθα;
Προσπαθώ να δω γύρω μου και το φως γενναιόδωρα επιστρέφει στο οπτικό μου πεδίο, χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα. Εμένα, τρεμάμενο.
Το εισπράττω ανοιγοκλεινοντας τα μάτια, μα εγώ ποιος απο όλους αυτούς είμαι;
Βλέπω τα χέρια μου και τα πόδια μου, κι έχω περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Βλέπω μέσα στο στομάχι μου, τα σκατά, κι είναι περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Το στομα μου βλέπω, δεν αγαπαει το ονομα μου, τσιρίζει ενα συνοθύλευμα απο σταγονιδια, αερα κι εμετό. Δυο κεραίες σφηνομένες στο κεφάλι μου πάλλονται μαζι του πάνω κάτω, μα δεν μπορώ να μαντέψω σε τι χρησιμεύουν – ίσως να 'ναι κάποιος εξελικτικός πλεονασμός.
Βλέπω τα φτερά μου. Σχεδόν όμορφα, μοιαζουν με διάφανες λεπτές επιφάνειες απο γυαλί, γεμάτα αραίες φλέβες τεντωμέντες, που θυμιζουν ευκαμπτα σύρματα. Λερωμένα ακόμη απ'το αμνιακο υγρο, με τις νευρικές απολήξεις να καταλήγουν σαν ρίζες στην πλάτη μου.
Έχω φτερά!
Τα απλώνω διστακτικά και το υγρο τίναζεται και χορεύει όπως το νερο της βροχής γυρω απο εναν σκουριασμενο φράχτη. Κι εσυ περνάς απο πάνω του χωρίς να νοιάζεσαι για το αν θα κοπείς.
Γεννήθηκα ξανά και νομίζω μπορώ να πετάξω. Όλο αυτό το κατασκεύασμα σίγουρα θα ανηκει σε κάτι που ειναι τούλαχιστον ικανο για πτήση. Κι όμως σέρνομαι. Δεν έχω μνήμη του πως πρεπει να κινειται κάτι που πετάει. Νομίζω πως ακομη κι αν είχα μνήμη, η κατανόηση των κινήσεων δεν θα συνεπαγόταν αυτόματα την εφαρμογή τους. Κάθε μου μυικη προσπάθεια, με δένει πιο σφιχτά στο έδαφος. Λες και δεν ήμουνα ποτέ αυτός που είμαι σήμερα.
Το σώμα μου δεν είναι απλώς αστείο, αλλά μοιάζει να με ειρωνεύται κιόλας.

Δεν πειράζει, η αρχή δεν ήταν ποτέ το δυνατο μου σημείο.
Έτσι σέρνομαι. Η κοιλιά μου γδέρνει το έδαφος και κάθε κίνηση αφήνει πίσω της μια πλήγη στην επιφάνεια του. Όταν κοιτάζω πίσω, το σύνολο των πληγών αυτών νοηματοδοτείται. Ως αυτός που το ανακάλυψε πρώτος, μπορώ να το ονομασω. Αποτύπωμα. Αφήνω πίσω μου ένα αποτύπωμα, μια μαρτυρία πως κάτι υπάρχει. Κάτι επιμένει. Μα ποτέ τι.
Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως πρέπει να φύγω. Να απομακρυνθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ από εδω. Μια αόρατη ελξη μου επιβάλλει να ψάξω να βρω οτι αποσυντίθεται και να τ'αγκαλιασω σφιχτά, ώστε να ζεσταθώ.
Γλίστρισα μεσα απ' το θυροτηλέφωνο, έμπλεξα τα καλώδια του με κολλώδη βλέννη κι έκατσα πάνω στο σύνθετο έπιπλο. Άφησα σάλια ανεξίτηλα, στα γυμνά πλακάκια και το ξύλινo πατώμα του υπνοδωματίου. Σφηνώσα στις χαραμάδες των τοίχων, ανέπνευσα μονορούφι τη μούχλα της Κυριακής εκείνης, που δεν ασχοληθήκατε με τα του οίκου σας, που δεν απαντησε κανείς[πριν το ξύπνημα]. Εκεί, στα σημεία τομής αναμνήσεων και σιωπων που μεσα τους πιστεψατε πως θα 'στε ασφαλείς, ψάχνω.
Ανοιγώ τις πόρτες και ψαχουλεύω στο κενό αναμεσα σας, που τοσο φοβάστε να του μιλήσετε.
Έχω κάποιες απαιτήσεις. Βασικά είναι μία και είναι και αρκετά απλή.

Εσάς αφορά. Ναι, εσάς.
Απαιτώ να με κοιτάτε. Eμένα που σπανια απαιτώ το οτιδήποτε.
Εμένα που σπάνια με κοιτάζει ποτέ κανείς. Tώρα θα με κοιτάτε. Θα φροντίσω να με κοιτάτε.
 Ίσως η δικη σας αισθητικη αντίληψη καταφέρει να με επικαλύψει με μια στρώση ανοχής της νεας μου φύσης.
Δεν υπήρξε ποτέ, πιο ασχημο πραγμα -απο μένα- ρε μαλακες.
Νομίζω είμαι πιο άσχημος κι απ' τις ζωές σας.
Κι όμως, δεν αρκεί. Όσο με κοιτάτε, όσα βλέμματα κι αν περάσετε απο πάνω μου, σαν φθηνη μπογιά να με αναδείξει, το σώμα μου συνεχιζει να πάλλεται ανεξέλεγκτα. Τα κύτταρά μου ζητούν το παραπάνω.  Το κρύο ταξιδεύει ακόμα μεσα μου με εκθετική ταχύτητα. Στέκομαι μπροστά σας γυμνό και συνειδητοποιώ πως αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι να με ρωτήσετε.
Δεν είναι εύκολο να είμαι τόσο ειλικρινής ούτε καν στον ιδιο μου τον εαυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Δεν ξέρω τι θα απαντήσω, αλλά ξέρω ότι πρέπει να ρωτήσετε.
Πρεπει να μπορώ να υπάρχω ως κάτι περισότερο απο ασχήμια. Μας το 'χανε μάθει άλλωστε απο μικρά, να ξέρουμε και να το αποφέυγουμε. Το επαναλαβάμε φωναχτά ωσπου έγινε τελικά ένα οικείο αντανακλαστικό: "Ότι δεν είναι όμορφο, ειναι λάθος. Λαθος, λάθος, λάθος. "

Κοντά. Πιο κοντα.  Ρωτήστε με επιτέλους, ρωτήστε με ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ!

Η σιωπή όμως, κρυσταλλώνει τη φύση μου. Δεν μπορω να με αποφευγω άλλο. Υπάρχει αέρας αναμεσά μας, αρκετος χώρος ωστε να χωρέσει κάτι καινούριο, μα οι φωνές σας δεν έρχονται. Έτσι αρχίζω να κινούμαι ξανά.  Τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω για να με διορθώσω. Αφου δεν έρχεστε εσείς, θα έρθω εγώ σε σας.
Η ανάσα μου ακουμπά τη δική σας, κάθεται εφαρμοστα στους πόρους του δέρματός σας.
Σκαρφαλώνω στα πρόσωπά, τσαλαπατώ τις βλεφαρίδες, πίνω δάκρυα κι ιδρώτα, το βάρος μου σας πλακώνει. Έχετε παραλύσει με ανοιχτά τα μάτια πάνω μου. Σας ακούω να παραμιλάτε στον ύπνο σας, να παρακαλάτε για τις πιο βασικές σας ανάγκες.
Αληθεια ηταν το ενστικτό μου.
Η ενασχοληση μου με την δικη σας αποσυνθεση, με θρέφει.
Για αυτο το λίγο που ο μονος πόνος γυρω μου είναι πονος ξένος, παύω ν' αποσυντιθεμαι, η μαλλον, αποσυντιθεμαι πιο αργα απο σας.
Φαινεται σαν να σας πονάω. Οχι απλώς σας πονάω, σας γδύνω απο δέρμα και βρίσκω κόκκαλο. Τώρα, εσείς ειστε αυτοι που κρυώνουν.
Γιατι δεν τρέχετε; Ξυπνήστε, τρεξτε να φύγετε, φύγετε! αν δεν ειστε σε κίνηση, κινδυνέυω να μεινω στάσιμος
. Αν δεν ειστε σε κίνηση, δεν έχω κατεύθυνση.


Τελικα 
η εκβαση που επικράτησε  ήταν αυτή εκτος του ελεγχου μας. Πονεσαμε αμφοτεροι.
Και όσο και αν προσπαθήσω να ορίσω τον ήχο που βγάζουμε, καταλήγω σε αμφισημία. Αμέτρητοι οι ορισμοί του πόνου.
Πονος δεν ειναι απλα μια ανοιχτή πληγή. Πόνος δεν ειναι μοναχα ο,τι ξεφεύγει απ' τα χέρια σου.
Πόνος δεν είναι να σε τρώει κάτι όσο κοιμάσαι και να μην μπορεις να ξυπνήσεις.
Πόνος ειναι και το να χεις φτερά μα να μην ξέρεις πως να τ' ανοίξεις.
Ειναι και η ζέστη, αυτή η ζέστη που γυρέυω πλάι σας, μα γλιστράει μακρυά μου, δεν κρατάει ποτε για πολύ, γιατι ειμαστε όλα πλασματα που δανείζονται το φως.
Είναι η θολή ανάμνηση μιας πτήσης, ενός ουρανού κι ενός  ξ έ ν ο υ  ε α υ τ ο ύ, που σχεδον τον αγγίζεις αλλα η κοντη σου μνημη πάντα τον προδίδει. Τον θάβει βαθύτερα κάθε φορά.

Όταν όλα γύρω μας τείνουν στον πόνο, η ζωή δεν είναι ζωή. Είναι μια ισόβια ποινή.

Περι πένθους: Δυαδικός εαυτός

Αν το καλοσκεφτούμε λοιπόν, το πένθος είναι μια βαθιά εγωιστική κατάσταση.
Διαφωνείς;
Σκέψου πως από την στιγμή που κάποιος θα σφραγιστεί κάτω από λευκό μάρμαρο οι μόνες σκέψεις και συζητήσεις που γίνονται, αφορούν το πώς επηρέασε εμάς ο χαμός του.
Γινόμαστε ουσιαστικά το κέντρο του κόσμου του εκλιπόντα.
Λέμε με λυγμούς, "Δεν θα με δει να πετυχαινω τον στοχο μου",  "Δεν θα μπορεσω να ξαναστηριχτω πανω του" , "Αν ηταν εδω τι θα συμβουλευε;".
Κάνεις ποτέ δεν σκέφτεται τον θανόντα περισσοτερο απο οτι σκεφτεται τον εαυτο του.
Τι να ήθελε;
Σίγουρα δεν ασχολούνταν μονάχα μαζί σου.
Σίγουρα υπήρχε και ξέχωρα σε δικούς του ρυθμούς.
Σίγουρα έκανε σκέψεις που δεν σε αφορούσαν.
Όταν πενθεις ομως, δεν πενθεις πρωτα τον χαμό ενός αγαπημένου, μα τις μεταξύ σας καταστάσεις που δεν θα ξανάρθουν.
Κάτι σπάει αποτομα.
Πως γινεται όμως η ελαχιστη διαιρεσιμη κοινωνικη μοναδα -εσυ δηλαδη-, να σπασει;
Γινεται γιατί ο θάνατος είναι παντα υπόθεση δυαδικη.
Να εξηγηθω αμέσως. Δυο άνθρωποι αλληλεπιδρούν πέρα από τα όρια του εαυτού τους.
Η αλληλεπίδραση αυτή δημιουργεί συνθήκες επέκτασης του εγώ των ατομων.
Αυτη η διεργασια οδηγει αναποφευκτα στο να τμηθουν τα δυο Εγω.
Η συνύπαρξη και συναναστροφή που ακολουθει την τομη αυτη, συνεπάγεται την γεννηση μιας νέας μορφής ύπαρξης, ενός δυαδίκου εαυτού.
Κατι λοιπον υπάρχει αναμεσα τους, απροσδιοριστα μα ταυτοχρονα με αυτους. Τους κρατα μαζι.
Ενα κεντρο βαρούς της σχεσης τους, μια τεραστια υποθετικη μαζα,  που ελκει τα δυο ατομα προς το ιδιο σημειο.
Ένας κοινός εαυτος χωρίς σώμα.
Οι μέρες περνούν.
Ένας από τους δύο πεθαίνει.
Το ένα κομμάτι αυτης της συνύπαρξης , αυτου του αορατου συντελεστη, χανεται.
Πενθεις λοιπόν για τον δυαδικο σου εαυτό, που αποσταθεροποιηθηκε.
Πενθεις γιατί πέθανες ενώ εισαι εν ζωή.
Σκεπτόμενος κυρίως, πως η μαζα ειναι τώρα ανεξέλεγκτη και σε τραβαει πιο δυνατα απο ποτε, προς εκεινο το σημειο. Μονο που τωρα πια, δεν ειναι σημειο συναντησης των δυο σας, μα μια τρυπα χωρις τελος.
Οι μέρες περνουν κι αλλο.
Αναγκαζεσαι να σκεφτεις το δικο σου κομματι, γιατι η τρύπα πεινάει.
Επικεντρωνεσαι στην ζωντανη πλευρα. Και για να συνεχίσει να ζει οτι απεμεινε, πρέπει να πολλαπλασιασει τα πάντα με το δύο, να τα κάνει δίπλα, για να φτάσει πάλι σε επιθυμητή κατάσταση.
Μεγαλωνοντας τοσο πολυ που να μπορει να αντισταθμησει την αρνητικη ελξη.
Απο εκεί προκυπτει και η φράση που λεγεται συχνα απο τους κοντινους: "Του χρωσταμε μια καλυτερη ζωή".
Αυτη "η καλυτερη ζωη" που λεμε μεταξυ μας, δεν ειναι παρα ο διπλασιασμος μας ωστε να επελθει ξανα ισορροπια.
Ολα αυτα δεδομενου πως θελουμε να μπουμε σε μια συνθηκη διατηρησης του δυαδικου εαυτου, εφοσον ακμη του ξανα δεν μπορει να υπαρξει.

Σκέφτηκες ομως ποτέ σου, τι μπορει να ηθελε το κομματι που χαθηκε;

Κλείνω με ένα όνειρο που είδα τις προάλλες και με βοηθησε να μην φοβαμαι τοσο την τρύπα, ουτε τις μερες που δεν πετυχαινω σωστα τους πολλαπλασιασμους:

"Στεκοταν λέει, στο παρκάκι της γειτονιάς μας, αυτό ανάμεσα στα σπίτια μας, χωρίς να μιλά.
Δεν με είχε δει.
Τον πλησίασα, αυτή την φορά είχα γνώση του ότι έχει πεθάνει -σε καποια ονειρα δεν εχω-. Χαμογέλασε, σαν να με περίμενε ώρα κι εγώ να είχα αργήσει.
Μας λείπεις πολυ, του είπα.
Κι εμένα μου λείπετε, είπε.
Και για εμένα που πέθανα είναι πιο δύσκολο γιατί σας έχασα όλους μαζί."

Δεν το χα σκεφτεί ποτέ αυτό, μέχρι να μου το πει, γιατι δεν ειχα σκεφτει ποτε πως οπως εμενα κατι με τραβαει προς αυτην την τρυπα ετσι να τον τραβαει κι αυτον αλλα πολλαπλασια και απειρως περισσοτερο.
Γιατι αυτος εχασε ολους του δυαδικους εαυτους του.