Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Ποιος πραγματικά σε ξέρει;

Όλα πια μοιάζουν τόσο μακρινά. 
Ολα πια μοιάζουν μεταξύ τους.
Εικόνες και χρώματα, γέλια και δάκρυα, φωνές και λυγμοί.
Όλα είναι ίδια, μετράπηκαν βίαια στο ίδιο άμορφο πράγμα,
καθώς όλα τώρα ζόυνε μαζί στο παρελθόν.
Όσο μεγαλωνει το παρεθλον μου, η ζωη μου μικραίνει.
Από το βάθος μια φωνή αναρωτιέται:
"Ποιος πραγματικά σε ξέρει;"
Απλώνονται δύο χέρια πάνω μου,
μια αγκαλιά που τόσο χρειαζομουν. 
Θα ρωτούσε κάτι τέτοιο μια φωνή που με ξέρει στ'αλήθεια;
Ανοίγω τα μάτια και βλέπω πάλι το κενό
και πίσω του το κενό δωμάτιο. 
Κι ενω ακομη ολα φωτιζονται, παιρνοντας αργα την μονότονη μορφη τους,
συνειδητοποιώ πως η αγκαλιά ήτανε ένα σφίξιμο στο στήθος, 
που χρόνια τώρα μου χουνε χρεωσει.
Ένα σφίξιμο που δεν χρειάζομαι, μα ακόμα ξεπληρώνω.
Δεν πειράζει, τωρα πια το χω συνηθισει.

"Ποιος πραγματικά σε ξέρει;",
ακούγεται καθαρά, αυτή τη φορά απο κάποιο άλλο σημείο του σπιτιού.
"Δεν ξέρω", απαντώ.
Λάθος απάντηση.
Ακολουθώ την φωνή στο άλλο δωμάτιο.
Κι αυτο κενο ειναι.
Όσο πιο κενό είναι ενα σπίτι, τόσο πιο μεγάλο, τα σπίτια μας μεγαλώνουν μαζί μας και μας μοιάζουν, με το χρόνο.
Τουλάχιστον δεν είμαι μόνος, υπάρχει η φωνή, σκέφτομαι κι απαντάω ξανά:
"Δεν ξέρω, γιατί δεν ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος ποιος είμαι".
Κάποτε με πείραζε που δεν ήξερα, με πείραζε που δεν μπορούσα να μάθω,
τώρα σκέφτομαι πως ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
Να μην ξέρω.
Φοβάμαι πάρα πολύ να με γνωρίσω.

Κανείς δεν απαντά.
Δεν θυμάμαι πόσο χρονών ήμουνα
όταν η φωνή σταμάτησε να ρωτάει.
Δεν θυμάμαι να ρωτάει ποτέ της κάτι άλλο.
Δεν θυμάμαι πια την φωνή.
Μοναχά την ερώτηση.
Αξίζει να θυμάσαι το παρελθόν, αν δεν μπορείς το θυμάσαι ολόκληρο;

Απλώνω δύο χέρια να αγκαλιάσω κάτι, οτιδήποτε, μα όλα είναι μακρυά.
Όλα φαντάζουν τόσο μακρινά,
ολα έχουνε γίνει πια τόσο ίδια.
Ποιος πραγματικά με ξέρει;