Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Το διάστημα αναμεσά μας

Έχω να σε δω σχεδόν δύο περιστροφές.
Ταξιδεύω με σταθερή ταχύτητα μακρυά σου, δεν ξέρω που πηγαίνω.
Στην πραγματικότητα βεβαία, δεν κινούμαι εγώ.
Όλα τα άλλα γύρω μου μετατοπίζονται, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση συνέχειας.
Ο χρόνος ανέκαθεν είχε πρόσημο αρνητικό.
Όταν τον πίεζα να σταματήσει, επιτάχυνε ανεξέλεγκτα.
Όταν διαπραγματευόμουν την αντίστροφη ροή του, με παρέσυρε βίαια μπροστά.
Μέτα σου λένε πως είναι το ύψιστο δώρο.
Πως νοείται ως δώρο, κάτι τόσο δύσχρηστο;
Ποιο δώρο μας επιβάλλεται και κατοικεί περισσότερο στο μυαλό μας, παρά στον υλικό κόσμο;

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Κοινός γκρίζος παλμός

Όλο ευθεία πηγαίνω.
Τούτο τον δρόμο λένε, τον φτιάξανε καρδιές που πάψαν να χτυπούν,
για να τον περπατούν αυτές που πάλλονται ακόμα.
Ο δρόμος που διαβαίνω για να αγγίξω ολοκλήρωση,
είναι στρωμένος με κορτιζόλη, κιτρινα ταξί κι ανωνυμία.

Δεν ακούω το βουβό ποτάμι
κάτω απ'την αγκαλιά του κράσπεδου.
Το αίμα τους αντιστέκεται
δε σταματά στιγμή του να κυλά.

Ούτε τα κεφάλια τους βλέπω,
κεφαλια που ξεχειλίζουν ιδέες απραγματωτες
έμβρυα που λαχταρούν να φυτρώσουν,
σαν ξέσπασμα δεύτερης ευκαιρίας, ξέσπασμα λύτρωτικό
κάτω απ'το αφόρητο τσιμεντένιο δέρμα μιας πόλης
που έπεσε και δεν μπορεί να σηκωθεί.


Η γυμνή γκρίζα μορφή της, με καλεί μα ταυτοχρονα μ'άπωθεί,
η γυμνή γκρίζα μορφή της λέω
με διδαξε να κοιτώ μονάχα ευθεία και προς τα κάτω.
Να προσπαθω διαρκώς να μεταβολιζω την ασχημια, σε κάτι υποφερτό.
Δεν μπόρεσε να ανθισει ποτέ κάτι το αισθητικό αλλωστε
μεσα σε τοση στειρα ομοιομορφια.

Τούτος ο δρόμος
χτίσμα χωρίς αξία και προορισμός κανενός
υπομένει βήματά βάρια, ανάγκες γεμάτες βιασύνη,
τα θέλω σας κολλήσαν στα φανάρια.

Στο τέλος του φτάνω, συναντω μια καρδιά χωρίς σώμα.
Την χτύπησαν, την μελάνιασαν, την χωρεσανε σε πλαισιο αυστηρο,
σε καδο πράσινο μεταλλικο μαζι με τις υπολοιπες.
Το συναφι τους καταπινει το συναφι μου,
συγνωνευει τα παντα σ' εναν παλμο κοινο, γκριζο και ημιθανή.

Μην ζητάς άλλο, ψιθυριζουν.
Αποχαιρετα την όσο προλαβαινεις,
το ανυποφορο μιας απιαστης ομορφιας,
ειναι δυσκολοτερο απο το υποφερτο της ασχημιας.
Η αντίσταση σου ραγίζει μάταια τον δρόμο,
η επιβιωση σου, εχθρος που απειλει την δική μας
η καρδία σου μας ανηκει.


Τούτος ο δρόμος μεγαλώνει διαρκώς
τούτος ο δρόμος πουθενά δε φτάνει.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ανθρωπόμυγα Ι

Κάτι έχει αλλάξει.
Κρυώνω κι είναι σαν να μου συμβαινει για πρώτη φορά.
Το αίμα μου μέχρι πρόσφατα, εκτός από κόκκινο, πρέπει να ηταν και θερμό.
Κυρτωνω, καταφευγω σε σχημα ημικυκλικό, για να συνέλθω.
Προσπαθώ να δω γύρω μου και βλέπω χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα.
Εμένα.
Βλέπω τα χέρια μου και τα πόδια μου, κι έχω περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Βλέπω μέσα στο στομάχι μου, τα σκατά, κι είναι περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Το στομα μου βλέπω, προσπαθοντας να με βγαλει απο την συγχυση καταφερνει να βγαλει μονο, εμετο.
Δυο κεραίες βλέπω, μα δεν μπορώ να μαντέψω σε τι χρησιμεύουν.
Βλέπω τα φτερά μου.
Έχω φτερά!
Γεννήθηκα ξανά και νομίζω μπορώ να πετάξω, μα δεν θυμάμαι ακριβώς το πως, 
λες και δεν ήμουνα ποτέ αυτός που είμαι σήμερα.
Δεν πειράζει, η μνήμη μου, δεν ήταν ποτέ το δυνατο μου σημείο.
Έτσι το παίρνω με τα πόδια.
Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως πρέπει να φύγω γρήγορα από δω, μια αόρατη δύναμη επιβάλλει πως πρέπει να πάω κοντά σε οτι αποσυντίθεται, να τ'αγκαλιασω σφιχτά για να ζεσταθώ.
Έκανα τόσο δρόμο, σίμωσα στα σπίτια σας, τρύπωσα  στα υπνοδωμάτια, τα σαλόνια και τα μπάνια
που μεσα τους νομίζετε πως είστε ασφαλείς και τώρα απαιτώ να με κοιτάτε.
Εμένα που σπάνια με κοιτάζει ποτέ κανείς.
Eμένα που σπανια απαιτώ το οτιδήποτε.
Tώρα θα με κοιτάτε.
Δεν υπήρξε ποτέ, πιο ασχημο πραγμα -απο μένα- ρε μαλακες.
Το βλέμμα σας δεν αρκεί όμως.
Τα κυτταρα μου, μαχονται σε διαφορετικη συχνοτητα το καθενα, παντα σε κινηση ομως καθως ακινησια σημαινει θανατος.
Ακόμα κρυώνω.
Κοντά. Πιο κοντα.
Ενοχλητικά πιο κοντά, άβολα και κολλητά πάνω στα πρόσωπα, τις μυτες, τα χειλη, τα ματια, τα αυτια
θα κυνηγήσω και θα πιω δάκρυα, σιωπές κι ιδρώτα, για να καταλάβω.
Αληθεια ηταν.
Η ενασχοληση μου με την δικη σας αποσυνθεση, πυρρακτωνει την καρδια μου, στελνει καυτή χόβολη με ταχύτητα στον πυρήνα μου, τον διαπερνά.
Για αυτο το λίγο που ο μονος πόνος γυρω μου είναι πονος ξένος, παύω ν' αποσυντιθεμαι, η μαλλον, αποσυντιθεμαι πιο αργα απο σας.
Ξεχασα ομως, να δωσω εναν πληρη ορισμό.
Πόνος δεν είναι οταν κάτι άλλο έξω από σένα, καθορίζει την ζωή σου;

Περι πένθους: Δυαδικός εαυτός

Αν το καλοσκεφτούμε λοιπόν, το πένθος είναι μια βαθιά εγωιστική κατάσταση.
Διαφωνείς;
Σκέψου πως από την στιγμή που κάποιος θα σφραγιστεί κάτω από λευκό μάρμαρο οι μόνες σκέψεις και συζητήσεις που γίνονται, αφορούν το πώς επηρέασε εμάς ο χαμός του.
Γινόμαστε ουσιαστικά το κέντρο του κόσμου του εκλιπόντα.
Λέμε με λυγμούς, "Δεν θα με δει να πετυχαινω τον στοχο μου",  "Δεν θα μπορεσω να ξαναστηριχτω πανω του" , "Αν ηταν εδω τι θα συμβουλευε;".
Κάνεις ποτέ δεν σκέφτεται τον θανόντα περισσοτερο απο οτι σκεφτεται τον εαυτο του.
Τι να ήθελε;
Σίγουρα δεν ασχολούνταν μονάχα μαζί σου.
Σίγουρα υπήρχε και ξέχωρα σε δικούς του ρυθμούς.
Σίγουρα έκανε σκέψεις που δεν σε αφορούσαν.
Όταν πενθεις ομως, δεν πενθεις πρωτα τον χαμό ενός αγαπημένου, μα τις μεταξύ σας καταστάσεις που δεν θα ξανάρθουν.
Κάτι σπάει αποτομα.
Πως γινεται όμως η ελαχιστη διαιρεσιμη κοινωνικη μοναδα -εσυ δηλαδη-, να σπασει;
Γινεται γιατί ο θάνατος είναι παντα υπόθεση δυαδικη.
Να εξηγηθω αμέσως. Δυο άνθρωποι αλληλεπιδρούν πέρα από τα όρια του εαυτού τους.
Η αλληλεπίδραση αυτή δημιουργεί συνθήκες επέκτασης του εγώ των ατομων.
Αυτη η διεργασια οδηγει αναποφευκτα στο να τμηθουν τα δυο Εγω.
Η συνύπαρξη και συναναστροφή που ακολουθει την τομη αυτη, συνεπάγεται την γεννηση μιας νέας μορφής ύπαρξης, ενός δυαδίκου εαυτού.
Κατι λοιπον υπάρχει αναμεσα τους, απροσδιοριστα μα ταυτοχρονα με αυτους. Τους κρατα μαζι.
Ενα κεντρο βαρούς της σχεσης τους, μια τεραστια υποθετικη μαζα,  που ελκει τα δυο ατομα προς το ιδιο σημειο.
Ένας κοινός εαυτος χωρίς σώμα.
Οι μέρες περνούν.
Ένας από τους δύο πεθαίνει.
Το ένα κομμάτι αυτης της συνύπαρξης , αυτου του αορατου συντελεστη, χανεται.
Πενθεις λοιπόν για τον δυαδικο σου εαυτό, που αποσταθεροποιηθηκε.
Πενθεις γιατί πέθανες ενώ εισαι εν ζωή.
Σκεπτόμενος κυρίως, πως η μαζα ειναι τώρα ανεξέλεγκτη και σε τραβαει πιο δυνατα απο ποτε, προς εκεινο το σημειο. Μονο που τωρα πια, δεν ειναι σημειο συναντησης των δυο σας, μα μια τρυπα χωρις τελος.
Οι μέρες περνουν κι αλλο.
Αναγκαζεσαι να σκεφτεις το δικο σου κομματι, γιατι η τρύπα πεινάει.
Επικεντρωνεσαι στην ζωντανη πλευρα. Και για να συνεχίσει να ζει οτι απεμεινε, πρέπει να πολλαπλασιασει τα πάντα με το δύο, να τα κάνει δίπλα, για να φτάσει πάλι σε επιθυμητή κατάσταση.
Μεγαλωνοντας τοσο πολυ που να μπορει να αντισταθμησει την αρνητικη ελξη.
Απο εκεί προκυπτει και η φράση που λεγεται συχνα απο τους κοντινους: "Του χρωσταμε μια καλυτερη ζωή".
Αυτη "η καλυτερη ζωη" που λεμε μεταξυ μας, δεν ειναι παρα ο διπλασιασμος μας ωστε να επελθει ξανα ισορροπια.
Ολα αυτα δεδομενου πως θελουμε να μπουμε σε μια συνθηκη διατηρησης του δυαδικου εαυτου, εφοσον ακμη του ξανα δεν μπορει να υπαρξει.

Σκέφτηκες ομως ποτέ σου, τι μπορει να ηθελε το κομματι που χαθηκε;

Κλείνω με ένα όνειρο που είδα τις προάλλες και με βοηθησε να μην φοβαμαι τοσο την τρύπα, ουτε τις μερες που δεν πετυχαινω σωστα τους πολλαπλασιασμους:

"Στεκοταν λέει, στο παρκάκι της γειτονιάς μας, αυτό ανάμεσα στα σπίτια μας, χωρίς να μιλά.
Δεν με είχε δει.
Τον πλησίασα, αυτή την φορά είχα γνώση του ότι έχει πεθάνει -σε καποια ονειρα δεν εχω-. Χαμογέλασε, σαν να με περίμενε ώρα κι εγώ να είχα αργήσει.
Μας λείπεις πολυ, του είπα.
Κι εμένα μου λείπετε, είπε.
Και για εμένα που πέθανα είναι πιο δύσκολο γιατί σας έχασα όλους μαζί."

Δεν το χα σκεφτεί ποτέ αυτό, μέχρι να μου το πει, γιατι δεν ειχα σκεφτει ποτε πως οπως εμενα κατι με τραβαει προς αυτην την τρυπα ετσι να τον τραβαει κι αυτον αλλα πολλαπλασια και απειρως περισσοτερο.
Γιατι αυτος εχασε ολους του δυαδικους εαυτους του.