Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Funus recensendum - Επαναληψη

Ήταν μια μέρα όσο πεζή και ασήμαντη ήταν κι η χθεσινή, άλλη μια γκρίζα κηλίδα ετοιμη να απλωθεί στο πεζοδρόμιο.
Η ίδια βαρετή ρουτίνα να απλωνενται μπροστά μου, έτοιμη να μεταμορφωθεί σε πραγματικότητα.
Αυτόματα σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα, χτενίστηκα, πήρα το χάπι μου, κάθε μια μου ενέργεια να στερείται παντελώς πρόθεσης και ενθουσιασμού.
Ουσιαστικά 'ενεργώ' χωρίς να ξοδεύω ενεργεία, γεγονός οξύμωρο μα πολύ βολικό για μένα που η αδράνεια είναι δεύτερη μου φύση.

Μπαίνοντας στο λεωφορείο για να κατέβω στο κέντρο με υποδέχθηκε ο ίδιος συλλογικός αναστεναγμός παραίτησης, το ίδιο γνώριμο πλήθος με χθες, κουβαλώντας την ίδια κουρασμένη αποδοχή της υπαρξής τους.
Ο κόσμος δεν άλλαξε σε μια μέρα χωρίς να κάνω τίποτα, όπως ήλπιζα.
Κανείς δεν φαινόταν πραγματικά παρών, ούτε σε αυτή την πόλη, ούτε σε αυτή τη διαδρομή,  ούτε μεσα στα ίδια του τα ρούχα θα τολμούσα να πω. Και όμως ήταν.
Φοράω τα ακουστικά μου, να κάνω τις στιγμές μας παράλληλες, να υπάρξουμε για λίγο σε χρονους άτμητους. Να μην τους ακούω μωρέ.
Να κωφευσω επιλεκτικτα θέλω, απέναντι σε μια καθημερινότητα και μια ομήγυρη που μου τρυπάνε το μυαλό.
Φοράω τα ακουστικά μου κι η μουσική που ξεπηδά από μέσα τους, είναι κι αυτή αμετάβλητη και υπάκουη σε ρυθμό τέσσερων τέταρτων.
Έναν ρυθμό που κάποτε αποτελούσε προσωπικό καταφύγιο, μα έχει πια εξελιχθεί στον ύμνο της ομοιομορφίας μας.
Πάτησα επανειλημμένα και νευρικά το κουμπί της στάσης, συνειδητοποιώντας πως αυτή θα μπορούσε να είναι και η περίληψη ολόκληρης της ζωής μου.
Εγώ μέσα σε ένα τυχαίο λεωφορείο, να πατάω ένα κουμπί για να κατεβώ, κι αντ' αυτού να μην το κάνω εξέρχομαι ποτέ.
Απλώς πετυχαίνω μια περίτεχνη επανεκκίνηση του δρομολογίου, αψηφώντας το χώρο και τον χρόνο.

Τα κτίρια πυκνώνουν όσο περπατώ, σαν τους ανθρώπους κι αυτά συνωστίζονται, το κέντρο της πόλης με περιβάλλει σαν εχθρική αγκαλιά και το γραφείο με περιμένει στην επόμενη στροφή.
Έφτασα και μπήκα στο κτίριο, νωρίτερα από τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.
"Κάλο αυτό", σκέφτηκα. "Βασικά δεν με άφορα και πολύ", διόρθωσα αμέσως την σκέψη.
Άφησα τον καφέ πλάι απ' την τσάντα μου, προβάροντας παράλληλα το μειδίαμα υπομονής που θα φορούσα για ένα ολόκληρο οκτάωρο και άνοιξα τον υπολογιστή.
Στο μεσοδιάστημα του διαβάσματος των νέων email και της άφιξης των συνάδελφων μου, έφαγα στα κλεφτά ένα πλήρες πρωινό.
"Σε χρόνο δικό τους, όχι δικό μου" είπα στον εαυτό μου.
Kαι πίστεψα παρά πολύ στην μικρή μου αυτή νίκη, λες και κέρδισα πίσω τα νιάτα μου.
Τα δάχτυλα μου άρχισαν να χτυπάνε πάνω στο πληκτρολόγιο από μόνα τους, σαν αποσυνδεδεμένα από το υπόλοιπο μου σώμα, σκαρώνοντας μια ανεμπνευστη μελωδία συμβιβασμού.
Δούλεψα, δούλεψα μέτρια αλλά δούλεψα παρόλα αυτά.
Χαιρέτησα όταν έπρεπε να χαιρετήσω, χαμογέλασα όταν έπρεπε να χαμογελάσω, σώπασα όταν έπρεπε να σιωπήσω.
Όλα αυτά όμως, αισθάνομαι σαν να τα έδωσα φθηνά.
Σαν να τα χάρισα, ξεπληρώνοντας κάποια προηγούμενη ξωη.
Η σκέψη ενός ακόμα χρέους που συσσωρευεται εδώ μέσα, στην τωρινή μου ζωή , με γέμισε με ασφυκτικό φόβο.
Έσφιξα τα μάτια μου για μια στιγμή, υποκύπτωντας στην πίεση, πρώτου αναγκάσω τον εαυτό μου να τα ξανανοίξει.
Το άθροισμα μου απαρτίζει μια μέρα, την ίδια μέρα, που δεν μοιαζει να οδηγεί πουθενά.
Με μια εργασία, που καθορίζει την προσωπική και κοινωνική μου άξια.
Μια αξία που αν με ρωτάς, θα έπρεπε να καθορίζεται πρωτίστως από τα όσα ονειρεύομαι να κάνω αυτοβούλως και ελεύθερος κι όχι τα όσα έχω κάνει για κάποιον άλλον, υπό την απειλή των βιοποριστικών μου υποχρεώσεων.
Αυτήν την ιδέα βεβαία, την έχω κλειδωμένη καλά μέσα μου και δεν πρόκειται να την ξεστομίσω ποτέ.
Ακούγεται αιρετικά τεμπέλικη, η ακόμη χειρότερα ρομαντική και εν πασει περιπτώσει δεν αρμόζει σε έναν υπάλληλο του οποίου μόνος προβληματισμός, θα έπρεπε να είναι η ανέλιξη του.

Έχουν περάσει δύο λεπτά από τότε που σχόλασα από τη δουλειά και ο βρόχος πρέπει να συνεχιστεί πριν αρχίσει πάλι.


Η απογευματινή διαδρομή είναι μια θολούρα, από ματιά που κοιτάνε άναυδα το κενό στο τέλος της ταυτότητας τους.
Αν δεν είναι εργαζόμενοι, τι τους απομένει;
ίδια πρόσωπα του πρωινού δρομολογίου, με τις ίδιες εκφράσεις, καθισμένα στις ίδιες ακριβώς θέσεις, σαν κάποιος να τα κάρφωσε εκεί πάνω.
Πρόσωπα που κάποτε πίστευα πως είναι η καρδιά αυτής της κοινωνίας, τώρα μου μοιάζουν απλώς σαν τα αποφάγια της, μασημένα από την αδυσώπητη επανάληψη αυτής της μέρας.
Της μέρας που όλοι ζούμε από την γεννά ως τον θάνατο.
Καθώς το λεωφορείο ανηφορίζει προς το σπίτι μου, χάνω τον συνειρμό/χρόνο μου στην αντανάκλαση της εξουθενωμένης όψης μου.
Όλοι τους βαθιά πιστοί και θρησκεία τους ειναι ο απομονωτισμός.
Κανείς δεν μου γνέφει παρηγορητικά, όλοι παριστάνουν πως δεν με ξέρουν, πως δεν φτάνουν δυο στιγμές κοινής μιζέριας πρωί κι απόγευμα για να δεθείς με κάποιον.
Κι αν οχι παρηγορια, τότε απλώς μια κατάφαση ρε γαμωτο.
"Ναι, αυτο που ζεις το ζω κι εγω φίλε. Καταλαβαινω".
Όμως δεν μπορούν να υπάρξουν -βλάσφημες- αναλαμπές αυθεντικότητας, σε τόσο κλειστούς χώρους.

Το λεωφορείο σταματάει απότομα στην σταση μου και το τράνταγμα του, διακόπτει την σοβαρότητα της ενδοσκόπησης μου.
Η εξάντληση βαραίνει τους ώμους μου καθώς πιέζω το μέτωπό μου στο δροσερό τζάμι.
Ίσως και να ζητάω πολλά όταν κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα μαζί. Δεν ξέρω.
Ξέρω, με όση διάυγεια έχω, πως αυτό δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.
Κάτι πρέπει να άλλάξει.
Ξέρω πως για τώρα ήθελα απλώς κάπου να ακουμπήσω.
Έστω και σε κάτι άψυχο.
Αφού ούτε σε μένα, ούτε σε κανέναν άλλον δεν μπορώ να βασιστώ.
Οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνω έξω για αλλη μια φορα.
Αυτή η πόλη μου μοιάζει μονάχα
επειδή πεθαίνει.


Αλλη
μια
μέρα
ηττημένος.


Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Χρωστούμενα

Το φώναξαν δεκα εκατομυρια φορές
κι άλλες τόσες το
ψιθυρισαν
η πλάνη του να μην σ'αναγνωριζουν
βαφτιστηκε ανωνυμία.

Μα ειναι στ'αληθεια
το καταφυγιο
κάτω απ' την γνωση
πως μπορεις να υπαρχεις
για τον εαυτό σου.


Πέρα απ' τους οικείους αυτούς τοίχους,
τ' όνομα μου αντηχεί,
διαρκής συμβιβασμός από την γεννά.

Η τύχη μου φτιαγμένη από χαρτί,
συμπληρωμένο μ' οδηγίες χρήσης ξένες.
Χαράξανε μια αλήθεια πάνω μου
χωρις να με ρωτήσουν.

Σήκω, κάτσε, ρωτά,
μάθε
, ζήσε, ψόφα
.

Αυτοί οι απρόσκλητοι αποψε
ήρθανε για μένα.
Ξέρουν όνομά, επίθετο και κτητική αντωνυμία,
τα
φωνάζουν δυνατά σαν διαταγή,
τα
χουν στρεβλώσει.
Ενέχυρο τους είναι, κοινό τους νόμισμα
για αποφάσεις μιας ζωής
που ακόμα τους χρωστάω.

Τούτο το σώμα οσο πιο αργά φθείρεται
τοσο πιο ακριβα θα κοστισει, είπανε.
Όσο πιο ακριβό το κρέας μου
τόσο πιο άσχημο θα καταντήσει, απάντησα.
Το άσχημο δεν τρώγεται εύκολα
όταν κοιτάς αυτό που καταπίνεις.
Kοιτω στα ματια
το στομα που ανοιγει.

Tρέχω να προλαβω, να βάλω τα πάντα σε σειρά
να 'εξελίχθω', να ξεχρεώσω
μα καταλήγω απλώς να μεγαλώνω.
Καμία παρηγοριά σε τουτο το μικροκοσμο
για ένα μυαλό ανίκανο να φανταστεί την επιβίωση του.

Κλειδώνω την εξώπορτα,
αρνούμενος κάθε αντίπαλη αλήθεια.
Ο συρτής γλιστρά στην θέση του, κουμπώνει σφιχτά.
Τα τρεμάμενα μου δάχτυλα, πατούν τον διακόπτη
αναβοσβηνουν το συνθετικό φως του διάδρομου,
μέχρι να επανακτήσω τον έλεγχο. *

Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε,
πνίγω το παλιό
έξι, εφτά, οκτώ, εννιά, δέκα
κρατω στα χειλη μου,
ενα όνομα καινούριο.